Παιδί & Έφηβοι
Γιατί πολλοί γονείς ανατρέφουν λάθος τα παιδιά τους
Υπάρχουν κάποιοι γονείς, οι οποίοι ενώ σε άλλους τομείς της ζωής τους είναι καλόκαρδοι, δεν μπορούν να αγαπήσουν σωστά τα παιδιά τους. Γιατί;
Γιατί όμως μερικοί γονείς, που σε άλλους τομείς της ζωής τους είναι επιτυχημένοι, αξιοπρεπείς και καλόκαρδοι, αποτυγχάνουν τόσο πολύ να αγαπήσουν όπως πρέπει τα παιδιά τους; Αυτούς τους «μικρούς ανθρώπους» που έφεραν οι ίδιοι στον κόσμο;
Είναι σημαντικό να αγαπηθεί κανείς σωστά από τους γονείς του για να έχει μια συναισθηματικά υγιής ενήλικη ζωή. Έτσι, δημιουργείται η έντονη απορία, γιατί η διαδικασία της ανατροφής μπορεί να εξελιχθεί τόσο αρνητικά. Με περιπτώσεις που κυμαίνονται από θλιβερές έως πραγματικά τραγικές.
Γιατί μερικοί γονείς που είναι αξιοπρεπείς και καλόκαρδοι, αποτυγχάνουν τόσο πολύ να αγαπήσουν τα παιδιά τους;
Ανάμεσα στα πολλά ενδεχόμενα, δύο ξεχωρίζουν ιδιαίτερα. Το πρώτο προκύπτει από ένα από τα πιο προφανή και αναπόφευκτα χαρακτηριστικά της πρώιμης παιδικής ηλικίας.
Ένα βρέφος φτάνει στον κόσμο σε μια εντελώς και σχεδόν συγκλονιστικά ευάλωτη κατάσταση.
Δεν μπορεί να κουνήσει το ίδιο του το κεφάλι και είναι παντελώς εξαρτημένο από άλλους. Δεν κατανοεί κανένα από τα όργανά του και βρίσκεται σε μια παρασκιά από χάος και μυστήριο. Δεν μπορεί να ελέγξει τον εαυτό του ή κάποιες από τις λειτουργίες του.
Κάτω από τόσο αβοήθητες περιστάσεις, πρέπει να κοιτάξει τους άλλους από χαμηλά και να τους εκλιπαρήσει για το έλεός τους. Πρέπει να τους ζητήσει να του φέρουν τροφή και να του χαϊδέψουν το κεφάλι. Να το κάνουν μπάνιο, να το πάρουν αγκαλιά μετά το τάισμα και να βγάλουν νόημα από το θυμό και τη στεναχώρια του.
Αυτή η πρωταρχική αδυναμία χρειάζεται πραγματικά πολύ χρόνο για να εξαφανιστεί. Ακόμα και μετά από τρία ατελείωτα χρόνια, το μικρό παιδί είναι ακόμα εντελώς αδύναμο, μπερδεμένο, ανίκανο και ευάλωτο.
Τα δάχτυλα του δεν είναι πιο χοντρά από ένα κλαδάκι και θα μπορούσε να το σκοτώσει ο οικογενειακός σκύλος. Το μυαλό του είναι γεμάτο με πολλά, εκθαμβωτικά και περίεργα πράγματα. Έχει μη ρεαλιστικές και συναισθηματικές έννοιες: πιστεύει ότι τα αρκουδάκια του είναι ζωντανά και συζητάει με φυτά. Ανυπομονεί να κατέβει ο Άγιος Βασίλης από την καμινάδα και θέλει να δημιουργεί κύκλους με άλλους μικροσκοπικούς ανθρώπους. Τραγουδάει τραγούδια με νεράιδες και μαμάδες και μπαμπάδες. Ζωγραφίζει τεράστια λουλούδια και φιλικές πεταλούδες. Πριν πέσει για ύπνο πιπιλίζει τον αντίχειρά του και αγκαλιάζει την κουβερτούλα του. Για τους πιο πολλούς ανθρώπους όλα αυτά είναι αξιολάτρευτα.
Για να μπορέσει όμως ένας ενήλικας να φροντίσει έναν πολύ μικρό άνθρωπο, αναγκάζεται να κάνει πολύ συγκεκριμένο είδος συναισθηματικού ελιγμού.
Ένας ελιγμός που στους πιο πολλούς από εμάς συμβαίνει τόσο ενστικτωδώς και γρήγορα, που τείνουμε να μην τον παρατηρούμε καν να εκτυλίσσεται. Αναγκαζόμαστε να ανακαλούμε τις δικές μας αναμνήσεις από όταν βρισκόμασταν στην αντίστοιχη ηλικία που βρίσκεται το μικρό και τρυφερό παιδάκι μας. Καθώς έτσι θα μπορέσουμε να του προσφέρουμε πιο σωστή φροντίδα και την προσοχή που χρειάζεται.
Από τους υπόλοιπους φαίνεται απλώς σαν να «γονατίζουμε» αναπόφευκτα. Για να παίξουμε πριγκίπισσες με ένα παιδί και για να ανταποκριθούμε στην ανάγκη του για ένα νόστιμο γεύμα. Για να κουμπώσουμε υπομονετικά το παλτό του, ώστε να το προστατεύσουμε από το κρύο. Και για να του εφαρμόσουμε καλά το καπελάκι του, ώστε να πάμε μια βόλτα στα μαγαζιά.
Αλλά για να κάνουμε αυτές τις κινήσεις, οι γονείς για τα παιδιά, ένα μέρος του εαυτού μας πρέπει να ψάξει στο παρελθόν μας. Να φανταστεί τον εαυτό μας στο ρόλο του μικρού ατόμου το οποίο φροντίζουμε. Αντλώντας από τις πολύ ιδιωτικές αναμνήσεις του εαυτού μας και του σώματός μας. Ώστε να νιώσουμε τις λύπες, να μοιραστούμε τις χαρές, να δείξουμε κατανόηση στην αδεξιότητα και να φροντίσουμε το επείγον κλάμα.
Αν και κατά καιρούς η φροντίδα των παιδιών μπορεί να είναι πρακτικά εξαντλητική, οι περισσότεροι ενήλικες δεν έχουν κανένα πρόβλημα να συνδεθούν με την παιδική έκδοση του εαυτού τους. Αλλά αυτή η ικανότητα απέχει πολύ από το να είναι φυσική ή αυθόρμητη. Είναι μια λειτουργία υγείας και η συνέπεια, ενός βαθμού, συναισθηματικού προνομίου.
Ωστόσο, για κάποιους λιγότερο προνομιούχους γονείς, άγνωστοι στον εαυτό τους, το θέμα της φροντίδας μέσω ταύτισης είναι εξαιρετικά δύσκολο.
Κάπου μέσα τους έχει κτιστεί ένα τοίχος, αρκετά μέτρα παχύ και με συρματόπλεγμα στην κορυφή ανάμεσα στον ενήλικο και παιδικό τους εαυτό. Κάτι στην παιδική τους ηλικία ήταν τόσο δύσκολο, που δε θέλουν – και δεν μπορούν – να γυρίσουν εκεί νοερά.
Ίσως, υπήρχε ένας γονέας που πέθανε ή τους άγγιξε με τρόπο που δεν έπρεπε ή τους άφησε στερημένους και ταπεινωμένους. Κάποια πράγματα στην παιδική τους ηλικία μπορεί να ήταν άβολα. Σε τέτοιο βαθμό, ώστε ολόκληρη η ενήλικη ταυτότητά τους να βασίζεται σε μια διεξοδική άρνηση. Καθώς καλούνται να ξανα-αντιμετωπίσουν την ανημποριά και την αδυναμία των πρώτων χρόνων τους.
Ποτέ, ούτε για 20 λεπτά, καθώς ετοιμάζεται το φαγητό, δεν θα κάτσουν στο πάτωμα και θα θυμηθούν το παιδί που κάποτε ήταν. Για να παίξουν με το παιδί τους, που τώρα βρίσκεται μπροστά τους.
Αυτό το είδος ενηλίκου μπορεί να έχει γίνει ιδιαίτερα επιτυχημένο στον επαγγελματικό κόσμο.
Η συμπεριφορά τους πιθανότατα να είναι αποφασιστική και δυνατή. Οι γνώμες του σίγουρες και ο χαρακτήρας του να τείνει προς την ειρωνεία, τον κυνισμό και προς μια στωική (ή απλά σκληρή) προσέγγιση σε προβλήματα. Τόσο τα δικά του, όσο και των άλλων. Μπορεί να του αρέσει να λέει ότι δε μετανιώνει για τίποτα και ότι δεν υπάρχει λόγος για κλάματα.
Θεωρητικά, δεν έχει πρόβλημα να προσέχει ένα παιδί, θέλει να είναι γονέας και μπορεί αρχικά να παλέψει σκληρά για να γίνει. Απλά, δε συνειδητοποιεί ότι δεν μπορεί να μεγαλώσει σωστά το παιδί του. Εάν αυτός πρώτα δεν αποδεχτεί την παιδική εκδοχή του εαυτού του. Όσο τον τρομάζει η ίδια του η ευαισθησία, θα βρίσκεται αντιμέτωπος, κρυφά και υποσυνείδητα. Θα είναι αδιάφορος με την ευαισθησία του ίδιου του του παιδιού.
Δε θα μπορεί να είναι υπομονετικός με την αδεξιότητα και τη σύγχυση του μικρού ατόμου.
Δε θα δείχνει κανένα ενδιαφέρον να παίξει με αρκουδάκια. Θα πιστεύει ότι είναι αξιοθρήνητο που το παιδί του στεναχωρήθηκε τόσο πολύ επειδή ένα τετράφυλλο τριφύλλι τσαλακώθηκε. Ή επειδή ένα από τα αγαπημένα του βιβλία έχει ένα σκίσιμο. Όπως κάνουν οι περισσότεροι γονείς στα μικρά παιδιά.
Μπορεί να καταλήξει να λέει «Μην είσαι τόσο ανόητος» ή ακόμα και «Σταμάτα να κάνεις σαν παιδί». Όταν το παιδί κλαίει που ένα από τα μάτια στο ελεφαντάκι του έσπασε. Μπορεί να κάνει πολύ άγαρμπα και άξεστα μπάνιο στο παιδί του. Να αρνηθεί να του διαβάσει ή να του πει μια ιστορία για καληνύχτα, που τόσο επιζητεί.
Όμως μπορεί να ακολουθήσει και ένα δεύτερο χαρακτηριστικό και μια σχετική αποτυχία ως γονέας: η ανεπίλυτη ζήλια.
Όσο παράξενο και αν ακούγεται, ένας γονέας μπορεί να ζηλεύει το παιδί του. Για την πιθανότητα να έχει μια καλύτερη παιδική ηλικία από ό,τι είχε ο ίδιος. Ασυνείδητα προσπαθεί να διασφαλίσει ότι δε θα έχει.
Φαινομενικά είναι αφοσιωμένος στη φροντίδα του παιδιού του. Αυτός ο γονέας όμως, θα παλεύει ενάντια στην παρόρμηση να επιφέρει στο παιδί του κάποια από τα εμπόδια που αντιμετώπισε ο ίδιος. Την ίδια παραμέληση, το ίδιο άσπλαχνο σχολείο, την ίδια έλλειψη βοήθειας στην ανάπτυξή του. Οι εξωτερικές λεπτομέρειες μπορεί να έχουν αλλάξει. Αλλά το συναισθηματικό αντίκτυπο θα είναι το ίδιο, μια νέα γενιά θα υποφέρει από την αρχή.
Για να είμαστε σε θέση να μεγαλώσουμε τα παιδιά μας σωστά, δεν πρέπει μόνο να αποκτήσουμε πρόσβαση στις αναμνήσεις τις παιδικής μας ηλικίας.
Πρέπει να είμαστε και σε θέση να αποδεχτούμε τις απώλειές μας. Ώστε να μη ζηλεύουμε εκείνους που μπορεί να έχουν την ευκαιρία να μην υπομείνουν παρόμοιες απώλειες με τη σειρά τους.
Αλλά αυτό το είδος τραυματισμένου γονέα διατηρεί στο μυαλό του, έως ένα σημείο, το άπορο και απογοητευμένο παιδί. Αυτό το παιδί θα θεωρούσε αφόρητο ένα άλλο παιδί να είχε περισσότερα από το ίδιο.
Είναι σαν ένας βασανισμένος και βασανιστικός αδερφός σε ένα μειονεκτικό σπίτι που βγάζει τον πόνο του σε έναν πιο αβοήθητο. Φροντίζοντας σχολαστικά ότι το άλλο παιδί θα είναι τόσο λυπημένο και στερημένο, όσο και ο ίδιος.
Δεν μπορούμε να βοηθήσουμε τα παιδιά μας διατηρώντας τα τραύματα από την παιδική μας ηλικία.
Αλλά, αν σκοπεύουμε να αποκτήσουμε ή έχουμε ένα παιδί, έχουμε την υπέρτατη ευθύνη να διασφαλίσουμε ότι έχουμε μια λογική σχέση με το παρελθόν μας.
Πρέπει να είμαστε σε θέση να έχουμε πρόσβαση στο παρελθόν μας, για αποθέματα τρυφερότητας και ενσυναίσθησης. Επίσης να μη νιώθουμε ζήλια για τα παιδιά μας, καθώς εκείνα δε χρειάζεται να συμμετέχουν στα δεινά μας (και ότι ζήσαμε). Τότε θα έχουμε μεγαλώσει σωστά!
Όταν θα είμαστε σε θέση να δώσουμε στα παιδιά και τους απογόνους μας, την αγάπη και την παιδική ηλικία που “άξιζε” και σε εμάς. Όχι την παιδική ηλικία που είχαμε.
Έτσι μπορούμε να γίνουμε καλοί γονείς για τα παιδιά!