Ψυχολογία
Θέλω να αντιμετωπίσω τους γονείς μου
Μπορώ να αντιμετωπίσω τους γονείς μου; Αυτό είναι ένα ερώτημα που το έχουν πολλά παιδιά για τους γονείς τους σε διάφορες ηλικίες. Υπάρχουν ακόμη και άνθρωποι μεγαλύτερων ηλικιών που έχουν αδυναμία να επιβληθούν στους γονείς τους.
Μπορώ τελικά να αντιμετωπίσω τους γονείς μου; Η απάντηση είναι ναι!
Μερικοί άνθρωποι είναι τυχεροί και τα πηγαίνουν καλά με τους γονείς τους. Αλλά για τους περισσότερους, οι μητέρες και οι πατέρες είναι πηγή συνεχών και περίπλοκων δοκιμασιών. Αυτές οι περίπλοκες δοκιμασίες τους εξαντλούν συναισθηματικά.
Μια κατεύθυνση για να απλοποιήσουμε τα πράγματα είναι να τους αντιμετωπίσουμε.
Μπορεί να φτάσουμε στο σημείο να νιώσουμε ότι έχουμε πει πολύ λίγα για πολύ καιρό και ότι πρέπει, επιτέλους, να εκφραστούμε. Θα επιλέξουμε τη στιγμή και θα τους εξηγήσουμε πώς μας πλήγωσαν και τι εξακολουθούν να καταλαβαίνουν λάθος. Θα επισημάνουμε τους τρόπους με τους οποίους οι ανεπάρκειές τους είχαν αρνητικό αντίκτυπο στην παιδική μας ηλικία και εξακολουθούν να περιορίζουν τις προοπτικές μας σήμερα.
Πρόκειται για μια συγκινητική φιλοδοξία που όμως σπάνια πετυχαίνει. Αντί να συμφωνήσουν πειθήνια με την ετυμηγορία μας, οι γονείς έχουν τη συνήθεια να αντιδρούν και, με ταπεινωτικό αυταρχισμό που προκαλεί έκπληξη, μας κατηγορούν ότι είμαστε αγνώμονες και ανώριμοι.
Ή την τελευταία στιγμή, αισθανόμενοι την ευαλωτότητά τους και την αδυναμία τους να κατανοήσουν αυτά που προσπαθούμε να τους πούμε, μπορεί να χρειαστεί να υποχωρήσουμε, επειδή θα ήταν αβάσταχτο για μας να τους προκαλέσουμε πόνο.
Ή μπορεί να δείχνουν ότι τα λαμβάνουν όλα υπόψη τους, μπορεί να μας ευχαριστήσουν για την ειλικρίνειά μας και στην αμέσως επόμενη συνάντηση να εκφράσουν μια άποψη που φανερώνει ότι δεν έχουν καταλάβει απολύτως τίποτε.
Έπειτα από μια ακόμη συζήτηση που μας πληγώνει, μπορεί να αισθανθούμε ότι το λογικό θα είναι να μην έχουμε ποτέ ξανά καμία σχέση με αυτούς τους επικίνδυνους ανθρώπους.
Η κατάσταση μπορεί να είναι ιδιαίτερα περίπλοκη όταν ο γονιός είναι αναμφισβήτητα ένα «τέρας». Μπορεί να μας τρελαίνουν με τελείως εξουθενωτικούς τρόπους αλλά μπορεί κάποιες στιγμές να είναι χαρούμενοι, αστείοι ή τρυφεροί. Δυστυχώς, δεν μπορούμε απλά να τους απορρίψουμε ως καταστροφικούς. Στο παρασκήνιο, συχνά κρυμμένα, μπορεί να έχουμε βαθιά αποθέματα αγάπης για αυτούς. Τους μισούμε και νοιαζόμαστε γι’ αυτούς. Θέλουμε να πεθάνουν, όμως θα καταρρακωθούμε όταν φύγουν.
Προκειμένου να απλοποιήσουμε τη σχέση μας, χρειάζεται να αποπροσωποποιήσουμε τον πόνο.
Οι λόγοι που δεν μπορούμε να έχουμε καλές σχέσεις με τους γονείς μας είναι συγκεκριμένοι, το γεγονός ότι δεν μπορούμε είναι απελευθερωτικά πολύ γενικό.
Κάθε γονέας προκαλεί πολλά προβλήματα στη ζωή του παιδιού του. Κάθε γονέας βλάπτει σημαντικά και εμποδίζει τον μικρό άνθρωπο που θα ήθελε, θεωρητικά, απλώς να βοηθήσει.
Αν είναι υπερβολικά ευέξαπτος/η, το παιδί θα είναι φοβισμένο και δειλό. Αν είναι πολύ ήπιος/α και επιεικής, το παιδί μπορεί να μην καταφέρει να παρατηρήσει ή να ελέγξει τις δικές του επιθετικές και εγωιστικές τάσεις.
Αν ο γονέας είναι υπερβολικά ελεγκτικός, το παιδί θα αγωνίζεται να αποκτήσει μια ανεξάρτητη αίσθηση κατεύθυνσης και δεν θα μάθει να αντιμετωπίζει τα εμπόδια για την πραγματοποίηση του πλήρους δυναμικού του. Οι πιθανότητες για λάθος είναι άπειρες. Όπως είναι φυσικό, απεχθανόμαστε τα συγκεκριμένα λάθη που έκαναν οι δικοί μας φροντιστές κατά την παιδική μας ηλικία, αλλά στην πραγματικότητα, μέσα από την ανάπτυξή μας, συμμετέχουμε σε μια περισσότερο ή λιγότερο παγκόσμια μοίρα.
Δεν είναι ότι οι γονείς μας ήταν κυρίως το πρόβλημα: είναι ότι τα νήπια δεν έχουν άλλη επιλογή παρά να επιτρέψουν το μυαλό τους να διαμορφωθεί από ένα τυχαίο σετ μετρίως ελαττωματικών ανθρώπων.
Επειδή ο γονέας είναι μεγαλύτερος κατά μία γενιά, το μεγάλο μέρος όσων τον διαμόρφωσαν προέρχεται από έναν κόσμο με προτεραιότητες, αξίες, άγχη και ελπίδες που μοιάζουν παράξενες, ακόμη και κατακριτέες, σε εμάς, που όμως ήταν και είναι ακόμη επιτακτικές και πραγματικές για εκείνους.
Δεδομένης της εποχής από την οποία έρχονται, δεν αποτελεί έκπληξη ότι νοιάζονται τόσο πολύ για τα χρήματα ή την κοινωνική τάξη, τους τρόπους ή την εκπαίδευση, αλλά επίσης τόσο λίγο για την εντιμότητα και την εμπιστοσύνη, τη ζεστασιά ή την ηρεμία. Αν αποκτήσουμε παιδί, μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι θα αισθάνεται την ίδια ανία, απέχθεια και έκπληξη για πολλές από τις συμπεριφορές μας που ούτε μας πέρασε από το μυαλό να παρατηρήσουμε ή να ελέγξουμε.
Ίσως δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι οι γονείς μας διατηρούν ένα όραμα, τόσο ενοχλητικό όσο και διαχρονικό, από εμάς ως παιδιά. Θυμούνται, καθώς εμείς δεν μπορούμε, πόσο μας πήρε να ωριμάσουμε. Τα πρώτα μας αβέβαια βήματα και οι πρώτες μας προσπάθειες να βάλουμε στη σειρά μερικές λέξεις είναι γι’ αυτούς ακόμη ζωντανές και ίσως αγαπημένες αναμνήσεις.
Σε κάποιο βαθμό, είναι σχεδόν κατανοητό αν μας αντιμετωπίζουν με υποτιμητική έκπληξη επειδή έχουμε μια δουλειά ή μπορούμε να οδηγήσουμε αυτοκίνητο και αν αμφιβάλλουν για το αν θα έπρεπε να μας επιτρέπεται να πάρουμε τις δικές μας αποφάσεις σχετικά με το ποιον θα παντρευτούμε ή πού θα ζήσουμε.
Ένας μεγαλύτερος βαθμός απλότητας στη σχέση μας με τους γονείς πρέπει να πηγάζει από την αναγνώριση της εγγενούς περιπλοκότητας του τι προσπαθούμε να κάνουμε, που είναι να τα πάμε καλά με κάποιον που αναπόφευκτα μας έβλαψε και που η άποψή του για τη ζωή δεν μπορεί ποτέ να ευθυγραμμιστεί με τη δική μας.
Η παραίτηση μπορεί να ακούγεται άχαρη, όμως φέρνει μαζί της περιορισμένες αλλά ώριμες ελπίδες. Σε μια πιο απλή σχέση περιμένουμε ότι συγκεκριμένες καταστάσεις θα είναι αναμενόμενα δύσκολες, οπότε βοηθούμε ώστε να είναι λιγότερο δύσκολες. Αν βρεθούμε σε κάποια γιορτή μαζί τους, γνωρίζουμε ότι μέσα σε λίγα λεπτά θα αγγίξουν τις πιο ευάλωτες πτυχές μας.
Αν γευματίσουμε μαζί τους, γνωρίζουμε ότι θα οδηγήσουν τη συζήτηση στην ανικανότητά μας (κατά την άποψή τους) σχετικά με τα χρήματα ή τον έρωτα. Αυτές οι περιστάσεις δεν χρειάζεται να μας τρομάζουν πλέον, επειδή έχουμε πιέσει τον εαυτό μας να τις θεωρεί κατανοητές και πέρα από τον έλεγχό μας.
Σε μια πιο απλή σχέση με τους γονείς μας, δεν θα συνεχίζαμε να προσπαθούμε να πάρουμε από αυτούς πράγματα που έχουν αποδείξει περίτρανα ότι δεν είναι ικανοί να προσφέρουν.
Θα γνωρίζαμε ότι δεν θα μπορούσαμε ποτέ να τους κάνουμε να κατανοήσουν την παιδική μας οδύνη ή γιατί επιλέξαμε έναν συγκεκριμένο σύντροφο, οπότε δεν θα αναλωνόμασταν σε μάταιες απόπειρες για εξηγήσεις. Θα εστιάζαμε, όσο το δυνατόν περισσότερο, στους λίγους τομείς που θα μπορούσαμε να συνυπάρξουμε ειρηνικά.
Θα είχαμε μια στρατηγική σχετικά με το πού και για πόση ώρα θα τους συναντούσαμε. Με μια σαφή αίσθηση όλων όσων θα μπορούσαν να πάνε στραβά, θα ήμασταν ελεύθεροι να εστιάσουμε την προσοχή μας στα λίγα πράγματα που θα μπορούσαν να παρέχουν αξιόπιστα αμοιβαία ικανοποίηση.
Ένας γονέας και ένα ενήλικο παιδί είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι συναισθηματικά, με πολύπλοκους τρόπους, για λόγους που δεν έχουν καμία σχέση με προσωπικές προτιμήσεις.
Είμαστε δεμένοι από την ιστορία και τη βιολογία, παρά λόγω επιλογής, με ένα ον που ήταν ένας γίγαντας που έμοιαζε με θεό όταν ήμασταν πολύ μικροί, αλλά του οποίου τα ελαττώματα γνωρίσαμε με κάθε λεπτομέρεια από τότε.
Έξω από τις οικογένειες αυτό δεν συμβαίνει ποτέ: δεν εξαναγκαζόμαστε σε μια καταδικασμένη σε θάνατο ένωση με κάποιον που, δεδομένων των διαφορετικών διαθέσεων, γούστων, συνηθειών και συμπεριφορών, δεν θα διανοούμασταν ποτέ να επιλέξουμε ως φίλο.
Τελικά, είναι απλώς ένα παράξενο, αλλά σταθερό, χαρακτηριστικό της ανθρώπινης συνθήκης ότι είμαστε για πάντα συναισθηματικά δέσμιοι κάποιου που είναι ταυτόχρονα ένας εκνευριστικός άγνωστος και το άτομο που έκλαψε από χαρά όταν γεννηθήκαμε.