Πρόσωπα
Ο Τσιτσάνης και η (μετά θάνατον) πορεία μέχρι Hollywood
Πως έγραψε ο Βασίλης Τσιτσάνης το πολυτραγουδισμένο «Συννεφιασμένη Κυριακή» και πως έφτασε η μουσική του μέχρι το λαμπερό Χόλυγουντ;
Ο Βασίλης Τσιτσάνης γεννήθηκε στα Τρίκαλα, στις 18 Ιανουαρίου 1915 από Ηπειρώτες γονείς. Από μικρή ηλικία έδειξε ενδιαφέρον για τη μουσική και έμαθε μαντολίνο, βιολί και μπουζούκι.
Η πορεία του στη μουσική ξεκίνησε το 1936, όταν κατέβηκε στην Αθήνα με κύριο σκοπό να σπουδάσει στη Νομική, αλλά γρήγορα τον κέρδισε η μουσική. Οι πρώτες του επιρροές, τα τραγούδια του Βαγγέλη Παπάζογλου και του Μάρκου Βαμβακάρη. Η πρώτη του εμφάνιση έγινε στο μαγαζί «Μπιζέλια». Σύντομα, γνώρισε τον Δημήτρη Περδικόπουλο, που τον πήγε στην Odeon, όπου ηχογράφησε τα πρώτα του τραγούδια. Το «Σ’ έναν τεκέ μπουκάρανε» είναι η πρώτη ηχογράφηση του Τσιτσάνη και για πολλούς, η έναρξη της καριέρας του.
Την περίοδο 1937-1940 έγραψε τραγούδια που ηχογράφησε με τις φωνές του Περδικόπουλου και άλλων τραγουδιστών εκείνης της εποχής, όπως του Στράτου Παγιουμτζή, του Μάρκου Βαμβακάρη και του Στελλάκη Περπινιάδη, με τους οποίους σε πολλές ηχογραφήσεις ο Τσιτσάνης συμμετείχε σαν δεύτερη φωνή.
Η «Αρχόντισσα» ήταν υπαρκτό πρόσωπο
Την «Αρχόντισσα» ο Τσιτσάνης την έγραψε το 1938, στη Θεσσαλονίκη, στο τμήμα τηλεγραφητών, όπου είχε καταταγεί, για να εκτίσει τη στρατιωτική του θητεία. Η «Αρχόντισσα» του τραγουδιού ήταν υπαρκτό πρόσωπο, από την Αθήνα. Την έλεγαν Ελίζα και καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια. Ενέπνευσε τον Τσιτσάνη, όταν περιφρόνησε ένα φίλο του, που την είχε ερωτευτεί παράφορα. Το τραγούδι έκανε αμέσως τεράστια επιτυχία.
Όπως είχε πει ο ίδιος σε συνέντευξή του, όταν κατέβηκε στην Αθήνα, μετά το τέλος της θητείας του, άκουσε να το παίζουν όλες οι λατέρνες και οι ρομβίες της πόλης. Δυστυχώς όμως, η πρωταγωνίστρια του τραγουδιού, η Ελίζα, δεν είχε την ίδια τύχη, αφού λίγα χρόνια μετά, τη σκότωσαν οι Γερμανοί, κατά τη διάρκεια της κατοχής.
Αρχόντισσα τα μαγικά σου μάτια
τα ζήλεψα τα έκλαψα πολύ
φαντάστηκα, σκεφτόμουνα παλάτια
μα συ με γέμισες μαρτύριο στη ζωή
Ο Τσιτσάνης παίζει σε δικό του μαγαζί στη κατοχή και γράφει το «Συννεφιασμένη Κυριακή»
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής ο Τσιτσάνης έμεινε στη Θεσσαλονίκη, όπου για ένα διάστημα τεσσάρων ετών (1942–1946) είχε δικό του μαγαζί, το «Ουζερί ο Τσιτσάνης» στην οδό Παύλου Μελά 22, που έγινε διάσημο. Εκεί έγραψε μερικά από τα καλύτερα τραγούδια του, τα οποία ηχογραφήθηκαν μετά τη λήξη του πολέμου, όπως τη «Συννεφιασμένη Κυριακή».
Ο συνθέτης έγραψε τη μουσική του πασίγνωστου τραγουδιού το 1948. Για τους στίχους, υπάρχουν μέχρι και σήμερα αμφιβολίες, αφού την πατρότητα διεκδίκησε και ο συνθέτης Αλέκος Γκούβερης.
Ο Τσιτσάνης σε συνέντευξή του για το «Συννεφιασμένη Κυριακή»
«Θυμάμαι αποβραδίς είχε γίνει μπλόκο από τους Γερμανούς σ’ ένα κουτούκι και κανείς μας δεν ήξερε, ποιος θα φύγει ζωντανός από μέσα. Μ’ έβαλαν και έπαιζα μέχρι το πρωί. Το χάραμα μας άφησαν να φύγουμε. Έξω το χιόνι ήταν στρωμένο και όπως πήγαινα για το σπίτι, είδα τόπους-τόπους πηχτό κόκκινο αίμα. Μέσα στο λίγο φως, είδα το παλικάρι που ήταν σκοτωμένο. Γύρισα σπίτι μου και έγραψα το τραγούδι», είχε πει σε συνέντευξή του στον Γιώργο Λιάνη, το 1972.
Ο Γκούβερης αντίστοιχα, υποστήριζε ότι έγραψε τους στίχους το 1948 για κάτι πιο αθώο, για μια Κυριακή που έχασε η αγαπημένη του ομάδα (Α.Ε. Λάρισας). Η ήττα της ομάδας τον στεναχώρησε πολύ και τον ενέπνευσε να γράψει το τραγούδι. Όποιος και αν είναι ο πραγματικός στιχουργός της Συννεφιασμένης Κυριακής, το σίγουρο είναι ότι τραγούδι δε γράφτηκε για να περιγράψει απλώς τα καιρικά φαινόμενα και ο λαός έχει ταυτιστεί απόλυτα με τους στίχους, τη μουσική και το μήνυμα που ο καθένας θεωρεί ότι εισπράττει.
Έγγαμος βίος και η επιστροφή στις ηχογραφήσεις
Τον Ιούλιο του 1942 παντρεύτηκε τη Ζωή Σαμαρά από τα Γρεβενά, με την οποία ήταν αρραβωνιασμένος για 19 μήνες. Κουμπάρος του Τσιτσάνη ήταν ο προσωπικός φίλος Νικόλαος Μουσχουντής, ο οποίος ήταν και διοικητής Χωροφυλακής της Θεσσαλονίκης, αλλά και θαυμαστής του έργου τού Τσιτσάνη και γενικώς του ρεμπέτικου τραγουδιού. Απέκτησε μια κόρη, τη Βικτώρια και ένα γιο, τον Κώστα.
Το 1946 επέστρεψε στην Αθήνα και άρχισε να ηχογραφεί ξανά. Δίπλα του έγιναν ευρέως γνωστές, τραγουδίστριες όπως η Σωτηρία Μπέλλου, η Ιωάννα Γεωργακοπούλου, η Μαρίκα Νίνου, αλλά και ο τραγουδιστής Πρόδρομος Τσαουσάκης.
Το 1947 η Σωτηρία Μπέλλου προσελήφθη ως τραγουδίστρια στο κέντρο διασκέδασης της Αθήνας όπου εμφανιζόταν ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο οποίος και την ανακάλυψε ως ιδιαίτερη φωνή. Το 1948 μια ομάδα φανατικών ακροδεξιών εισήλθαν στο χώρο που τραγουδούσε και την ξυλοκόπησαν βαριά με το χαρακτηρισμό «Βουλγάρα» (κομμουνίστρια), χωρίς ούτε οι μουσικοί και ούτε ίδιος ο Τσιτσάνης να τολμήσουν να σηκωθούν από τις καρέκλες τους.
Η ευρεία καταξίωση μετά την χούντα
Τα επόμενα χρόνια ο Τσιτσάνης γνώρισε ευρύτατη αποδοχή. Ειδικά μετά την πτώση της Χούντας, είχε ξεκινήσει συναυλίες σε στάδια και ανοιχτούς χώρους, κάτι που συνέβαινε πρώτη φορά για λαϊκά τραγούδια. Η τελευταία του δημόσια εμφάνιση σε ανοιχτό χώρο, ήταν σε τιμητική εκδήλωση του Δήμου Νίκαιας, σε συνεργασία του δημάρχου Στέλιου Λογοθέτη με τον Μίκη Θεοδωράκη για τη διοργάνωση του πρώτου πολιτιστικού καλοκαιριού στην Ελλάδα.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης ήταν στενός φίλος του Ανδρέα Παπανδρέου και ο αγαπημένος του μουσικός. Υπήρξε μεγάλος λάτρης του Άρη Θεσσαλονίκης, αλλά και του ιστορικού ποδοσφαιρικού Α.Ο. Τρίκαλα, πηγαίνοντας συχνά στο γήπεδο.
«Το βαπόρι απ΄την Περσία» ήταν για πραγματικό γεγονός
Στα τέλη της δεκαετίας του ‘70, ο Βασίλης Τσιτσάνης δημιουργεί μια πολύ μεγάλη επιτυχία. Ένα χασικλίδικο τραγούδι, «το Βαπόρι από την Περσία», που ακούγεται παντού. Η επιτυχία του ήταν αναμενόμενη, μιας και αναφερόταν σε πραγματικό γεγονός. Τον Ιανουάριο του 1977, οι λιμενικές αρχές εντόπισαν στον Κορινθιακό κόλπο, στο πλοίο «Γκλόρια», μια τεράστια για την εποχή ποσότητα χασίς. Οι 11 τόνοι χασίς είχαν κρυφτεί ανάμεσα σε κάποια κεντήματα, που μετέφερε το πλοίο. Η είδηση απασχόλησε τα μέσα της εποχής και ενέπνευσε τον Τσιτσάνη, που έγραψε ένα από τα γνωστότερα και πιο επιτυχημένα χασικλίδικα τραγούδια. Αρχικά το τραγούδι λογοκρίθηκε, αλλά αργότερα κυκλοφόρησε ολόκληρο, όπως το ξέρουμε και το τραγουδάμε μέχρι σήμερα.
Το βαπόρι απ’ την Περσία
πιάστηκε στην Κορινθία
Τόννοι έντεκα γεμάτο
με χασίσι μυρωδάτο
Τώρα κλαίν’ όλα τ’ αλάνια
που θα μείνουνε χαρμάνια
«Τα καβουράκια»
Το 1955, ο Τσιτσάνης έγραψε τα περίφημα «Καβουράκια». Η ιστορία ήταν μια ιδέα της Ευτυχίας Παπαγιανοπούλου, αλλά το τραγούδι δημιουργήθηκε εξ’ ολοκλήρου από τον λαϊκό συνθέτη. Τότε όμως, κάποιοι τον κατηγόρησαν ότι το έκλεψε. Ο ίδιος, όταν ρωτήθηκε από τον Τάσο Κουτσοθανάση, είπε: «Μπορεί κάποτε, κατά καιρούς, να έχω πάρει ένα 5% ξένο στίχο, αυτό το έκανα από φιλανθρωπία, για να τους βοηθήσω να γίνουν γνωστές οι ικανότητές τους στις εταιρίες».
Στου γιαλού τα βοτσαλάκια
κάθονται δυο καβουράκια
έρμα παραπονεμένα
κι όλο κλαίνε τα καημένα
Κι η μαμά τους η κυρία καβουρίνα
πάει τσάρκα με τον σπάρο στη Ραφήνα
κι όλο κλαίνε τα καβουράκια
στου γιαλού τα βοτσαλάκια
Η επιτυχία του τραγουδιού ήταν τέτοια, που σίγουρα δικαίωσε τον δημιουργό του, όποιος και ήταν αυτός.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης πέθανε στις 18 Ιανουαρίου του 1984 (ημέρα των γενεθλίων του) στο Λονδίνο από καρκίνο, και κηδεύτηκε στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών.
Προς τιμήν του, ο Δήμος Γλυφάδας μετονόμασε την οδό Βάου σε οδό Βασίλη Τσιτσάνη, καθώς ο συνθέτης κατοικούσε στη συγκεκριμένη οδό. Επίσης, κεντρικός δρόμος των Τρικάλων φέρει το όνομά του, όπως και πολλοί άλλοι δρόμοι στην Ελλάδα.
Νέο Μινόρε – ο Τσιτσάνης στο Hollywood μέσω Γούντι Άλεν
Η μελωδία του Τσιτσάνη «Νέο Μινόρε», άρεσε πολύ στον γνωστό σκηνοθέτη, ο οποίος τη χρησιμοποίησε στην ταινία του «Ακαταμάχητη Αφροδίτη». Ο ίδιος ο Γούντι Άλλεν είχε πει συνέντευξή του, ότι με το που άκουσε το ορχηστρικό, συγκινήθηκε τόσο, που αποφάσισε να το εντάξει στη νέα του ταινία, που κυκλοφόρησε το 1995. Αν και ο συνθέτης έφυγε από τη ζωή στις 18 Ιανουαρίου 1984, η μουσική του έφτασε μέχρι το Χόλιγουντ.
Πηγή πληροφοριών: Wikipedia / Η Μηχανή του Χρόνου