Πρόσωπα
Νίκος Μουτσινάς: Η ζωή του και η συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης
Ο Νίκος Μουτσινάς ένας από τους πιο πολυσυζητημένους παρουσιαστές (ηθοποιούς, σεναριογράφους, σκηνοθέτες) της Ελληνικής TV. Η πορεία και τα πιστεύω του!
Από την Έφη Τρίμμη
Ο Νίκος Μουτσινάς είναι 43 ετών (6 Σεπτεμβρίου 1977). Έγινε γνωστός στο κοινό μέσα από την συμμετοχή του στην εκπομπή «Κους- Κους το Μεσημέρι» που προβαλλόταν στον Alpha (2005 – 2007). Παράλληλα, το 2006, παρουσίασε το τηλεπαιχνίδι Soundmix Show μαζί με την Ναταλία Γερμανού.
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Θεσσαλονίκη, όπου σπούδασε υποκριτική στη δραματική σχολή του Βασίλη Διαμαντόπουλου, παρακολούθησε μαθήματα χορού όπως jazz και Latin στη σχολή της Ντιάνας Θεοδωρίδου, ενώ αποφοίτησε από τα Κρατικά Ι.Ε.Κ. Θεσσαλονίκης και το Θεατρικό Εργαστήρι “Θεσπίς”.
Τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια
Προέρχεται από μια μεσοαστική οικογένεια και οι γονείς του χώρισαν όταν ήταν σε πολύ μικρή ηλικία. Μεγάλωσε με την μητέρα του, τη γιαγιά και τον παππού του. Όταν γεννήθηκε ήταν να πάρει το όνομα Κώστας, από τον πατέρα του μπαμπά του, άλλα εφόσον χώρισαν οι γονείς του βαπτίστηκε με το όνομα του παππού του, που έμεναν μαζί. Μεγάλωσε στην Ανάληψη, στην περιοχή των Δελφών, πάνω από το πάρκο Κρήτης. Σε αυτό το πάρκο, όπως αναφέρει, είχε παίξει πολλά παιχνίδια με την μητέρα του. Στην γειτονιά αυτή βρισκόταν όλα κοντά, το δημοτικό απέναντι από το σπίτι του ενώ το λύκειο παραδίπλα.
Ο πάππους του ήταν πολιτικός μηχανικός, άλλα και ερασιτέχνης ταχυδακτυλουργός. Ο Νίκος σε συνέντευξη του έχει αναφέρει ότι έχει πολλά ερεθίσματα από τον παππού του τον Νικόλα. Θυμάται ότι εκεί που καθόταν όλοι μαζί στο σπίτι ο παππούς του φορούσε περούκες της γιαγιά του που ήταν μόδα εκείνη την εποχή. Τότε φορούσαν πολλές γυναίκες περούκες. Έβαζε και μια ποδιά και προσπαθούσε να τους κάνει να γελάσουν, ενώ ο Νίκος ήταν ο πιστός του βοηθός. Έτσι, από μικρός κατάλαβε πως ο τρόπος για να κοινωνικοποιηθείς είναι να κάνεις τους γύρω σου να γελάνε. Αυτό ήταν κάτι που αποθήκευσε μέσα του σαν παιδί, και αυτό είναι κάτι που του έχει μείνει στην ζωή του. Θεωρεί αυτονόητο να κάνει τον άλλον να γελάει και του βγαίνει χωρίς να προσπαθήσει ιδιαίτερα.
Όπως έχει πει επίσης, ήταν ήσυχο παιδί όταν ήταν μικρός, όσο και αν δεν το πιστεύουν πολλοί. Στην δουλεία του είναι σαν τρελός, αν και έρχεται σε κόντρα ο τρόπος που ζει με τον τρόπο που δουλεύει. Στο σπίτι του είναι το τελείως αντίθετο από τις εκπομπές που κάνει. Θέλει να είναι πιο ήσυχος και πιο ήρεμος, ενώ στην δουλεία του τον βλέπουμε να είναι γεμάτος τρέλα και χιούμορ. Αν βρεθεί με την παρέα του θα κάνει και πλάκα, αλλά δεν ζει ξέφρενη ζωή. Την ένταση και την τρέλα την ζει με την δουλεία του. Όπως έχει τονίσει, η δουλειά του είναι κομμάτι της ζωής του και την έχει «κορόνα» στο κεφάλι του.
Χαρακτηριστικά έχει αναφέρει σε μια παλιότερη συνέντευξη του «Δεν είμαι τεμπέλης, την αγαπώ τη δουλειά μου και αγαπάω να δουλεύω». Η προσωπικότητα του μοιάζει… «διπολική» άλλα δεν είναι έτσι στην πραγματικότητα.
Η καριέρα και τα πρώτα χρόνια τηλεόραση
Το 2008 τον είδαμε στην εκπομπή «Όμορφος κόσμος το πρωί» μαζί με τον Γρήγορη Αρναούτογλου και την Σίσσυ Χρηστίδου. Τον επόμενο χρόνο παρουσίαζε μαζί με την Κατερίνα Ζαρείφη τον «Πρωινό Καφέ» στον Ant1. Αλλά η εκπομπή διακόπηκε από το κανάλι. Το 2009-2010 βρισκόταν στα πλατό του Alpha, μαζί με την Ελένη Μενεγάκη στο «Καφές με την Ελένη». Από το 2009 έως το 2014 ήταν κεντρικός παρουσιαστής μαζί με την Μαρία Ηλιάκη στην επιτυχημένη εκπομπή «Δέστε τους». Το 2014 πρωταγωνίστησε στο σήριαλ Τρίχες και παράλληλα συμπαρουσίαζε το «Πωινό ΣουΚου» μαζί με την Μαρία Μπεκατώρου. Το 2016 γύρισε στον Alpha για το «Ξαναδέστε τους», το οποίο όμως επίσης κοπήκε. Το 2017-2018 πρωταγωνιστούσε στην κωμική σειρά του ANT1 «Κάτι Χωρισμένα Παλικάρια». Το 2018 μαζί με την Ζέτα Μακρυπούλια παρουσίαζαν την βραδινή εκπομπή «Sunday Live», η οποία κράτησε μόνο 4 επεισόδια. Επέστρεψε στην τηλεόραση στα τέλη της ίδιας χρονιάς στο κανάλι Open και παρουσίασε την μεσημεριανή εκπομπή «Για την Παρέα». Αυτή ήταν η μεγαλύτερη επιτυχία του στην τηλεόραση μετά το Δέστε τους.
Από το 2019 πλέον πέρασε στην ομάδα του ΣΚΑΙ και παρουσιάζει έως σήμερα το «Καλό Μεσημεράκι», με την ίδια ομάδα. Είναι ένα φρέσκο και πιο τρελό remake της εκπομπής «Για την Παρέα».
Εκτός από παρουσιαστής είναι και ηθοποιός, με πολλές επιτυχημένες θεατρικές παραστάσεις. Όπως Σεσουάρ για δολοφόνους, Οι απελπισμένοι, Ψέκασα την Ελίζα, Τα Βαφτίσια, ΚΤΕΛ, Βερβερίτσα κ.α. Παράλληλα είχε κάνει και guest εμφανίσεις στις σειρές του Mega: Το Κόκκινο Δωμάτιο, Λατρεμένοι μου γείτονες, Μαρία η άσχημη και Singles 3.
Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Η προσωπική του ζωή, η διαφορετικότητα και τα ρατσιστικά σχόλια.
Σε συνέντευξη που έδωσε στο Down Town Κύπρου και τον Γιάννη Χατζηγεωργίου, μέσα από τις απαντήσεις του μίλησε για όλα. Απάντησε ανοιχτά στις έξι ερωτήσεις του δημοσιογράφου για την διαφορετικότητα και τα ρατσιστικά σχόλια, που έχει δεχθεί για την προσωπική του ζωή.
«Τι σου έρχεται στο μυαλό όταν ακούς τη λέξη «διαφορετικότητα»;»
Να σου απαντήσω καλύτερα τι θα ήθελα να μου έρχεται στο μυαλό: Η διαφορετικότητα θα ‘θελα να είναι όπως ένα σπίτι έχει τρίγωνη σκεπή και το άλλο τετράγωνη ή όπως το αυτοκίνητο αυτό είναι κόκκινο και το άλλο μπλε. Στο ανθρώπινο κομμάτι, τη διαφορετικότητα μπορώ να την ακούσω -οριακά- για τα εξωτερικά χαρακτηριστικά. Μπορώ να καταλάβω, δηλαδή, ότι μία κοπέλα έχει ξανθό μαλλί κι η άλλη μαύρο, και να λέω «αυτές είναι διαφορετικές». Ουσιαστικά, όμως, δεν είναι καθόλου διαφορετικές. Γιατί, στην ουσία μας, είμαστε όλοι ακριβώς το ίδιο ανήκουμε όλοι σε ένα είδος που λέγεται «άνθρωπος» και εκεί πρέπει να τελειώνει και η κουβέντα.
Αν μπορέσει κάποιος να βρει λίγο χρόνο και το αναλύσει, είναι αστείο να μιλάει σήμερα για «διαφορετικότητα». Άλλωστε, αυτό που ζήσαμε όλοι με τον κορωνοϊό, είναι ένα περίτρανο παράδειγμα ότι κανείς δεν είναι διαφορετικός και κανέναν δεν ενδιαφέρει τι είσαι: Ευτραφής, αδύνατος, gay, straight, ηλικιωμένος ή νέος. Αυτό σημαίνει πως το «σύστημα» μάς αντιμετωπίζει όλους το ίδιο – αλλά, από μόνοι μας, θέλουμε να διαφέρουμε, με όποιο τρόπο.
«Ποια είναι τα πιο ρατσιστικά σχόλια που έχεις ακούσει;»
Διάφορα. «Φαλακρός», «που…ρα», «βλάκας», ηλίθιος», «χωρίς πατέρα». Για το τελευταίο μάλιστα είχα υποστεί bullying, επειδή οι γονείς μου ήταν χωρισμένοι, κι αυτό τότε -τη δεκαετία του ’80- δεν ήταν σύνηθες. Ευτυχώς, αυτό έχει κάπως ξεπεραστεί, σε βαθμό που πλέον έχει «περάσει» ως κάτι το φυσικό «εντάξει, δεν είναι και κάτι το ιδιαίτερο που οι γονείς σου χώρισαν». Πιο παλιά ήταν η «ζωντοχήρα», η δακτυλοδεικτούμενη. Τώρα, δεν υπάρχει ούτε αυτό. Και, προφανώς, αυτά σταματούν να συμβαίνουν όταν πολλαπλασιαστούν στον κόσμο και περνούν πια ως μία κανονικότητα.
«Τι είδους χαρακτηριστικά πρέπει να έχει, κατά τη γνώμη σου, ένας άντρας;»
Μας έχουν γαλουχήσει με πολύ συγκεκριμένα πράγματα και, ακόμη και τώρα, αν και έχει προχωρήσει πολύ η εποχή, υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν σε απαρχαιωμένες αντιλήψεις που δεν βοηθούν καθόλου την πραγματικότητα – ή μπορεί να βοηθούσαν μία άλλη εποχή. Π.χ. ότι «ο άντρας δουλεύει κι η γυναίκα μένει σπίτι». Ή ότι ο άντρας δεν γίνεται να πάει και να μείνει στο σπίτι της γυναίκας «Τι είναι, σώγαμπρος;». Τον άντρα, όμως, δεν τον κάνει ένα βαρύ ζεϊμπέκικο! Ούτε τη γυναίκα ένα ωραίο «θηλυκό» τσιφτετέλι.
Έτσι κι αλλιώς, και τα δύο εμπεριέχονται μέσα μας – και το αρσενικό και το θηλυκό. Όλοι μπορούν να έχουν πολλά πράγματα, σε διαφορετική ίσως δυναμική γιατί είναι διαφορετικές οι ανάγκες του καθενός, του περιβάλλοντος που ζει και της εργασίας που κάνει. Πολύς κόσμος σήμερα μπορεί να δέχεται bullying, όχι γιατί αυτή είναι η επιλογή του αλλά επειδή, ενδεχομένως, να έχει κάτι «παραπανίσιο». Αλλά, ειλικρινά, έχουμε λύσει όλα μας τα προβλήματα και ασχολούμαστε με το αν κάποιος είναι μπλε, μαύρος, λευκός ή φούξια.”
«Πότε αυτός ένιωσες «διαφορετικός» σε σχέση με το στερεότυπο του Έλληνα άντρα;»
Στη δική μου οικογένεια, ο παππούς μου ήτανε straight – παραήτανε θα έλεγα, έχει «υποφέρει» πολύ η γιαγιά μου γι’ αυτό (είπε γελώντας). Αλλά, δεν ήταν καθόλου στο πρότυπο του «βαρύμαγκα», ούτε του «μετρημένου», ούτε του ορθού κοφτού. Ο παππούς μου έμπαινε μέσα στο σπίτι, έβαζε καμιά φορά και τις περούκες της γιαγιάς μου, έκανε πλάκα και γελάγαμε. Το ‘κανα κι εγώ. Γελάγαμε πάλι. Έκανε χιούμορ ο παππούς μου, έκανε πλάκα. Το ίδιο έκανα κι εγώ. Εγώ ήθελα να γίνω ηθοποιός από μικρός. Και πώς να σκέφτομαι τι κίνηση θα κάνω, πόσο «χαλαρά» θα μιμηθώ μία φίλη μου ή κάποιον άλλον κι ότι γι’ αυτό μπορεί κάποιος να μου κολλήσει μία ταμπέλα ή μία ρετσινιά; Οπότε, δεν ένιωσα ποτέ στη ζωή μου «διαφορετικός». Επειδή αυτό στο σπίτι μου ήταν ok. Δεν είχαμε «θέμα».
Κι απ’ όσο μπορώ να θυμηθώ, ούτε στην πορεία της ζωής μου ένιωσα ποτέ «διαφορετικός». Το τι κάνει ο άλλος, άλλωστε, πού θα δώσει την αγάπη του, είναι τόσο προσωπικό, δεν αφορά κανέναν. Ούτε πρόκειται να σου υπογράψω ένα χαρτί ότι τώρα μου αρέσει ένα αγόρι και αύριο ένα κορίτσι. Όχι, δεν θα σου υπογράψω κανένα χαρτί για τη ζωή μου! Γιατί; Για να μπορέσω να ανήκω «κάπου»; Και τι θα κερδίσω αν ανήκω κάπου; Και, τελικά, ρε Γιάννη, τι με νοιάζει αν ανήκω κάπου; Ας ανήκω σε μένα αρχικά. Και δεν πειράζει κι αν δεν ανήκουμε και όλοι κάπου. Το βλέπω και σε κάποια μικρά παιδιά αυτό: Παθαίνουν πανικό επειδή μπορεί να μην ανήκουν πουθενά. Ας μην ανήκεις! Ας ανήκεις στον εαυτό σου και στην καρδιά σου. Μπορεί να σου ακούγεται κάπως ρομαντικό αυτό, αλλά έτσι είναι.
Αυτά πάντα τα ήξερες;
Νομίζω πως τα είχα στο μυαλό μου… Ξέρεις, με ενοχλεί -πάντα με ενοχλούσε- όταν κάτι δημιουργεί πρόβλημα στη ζωή του άλλου. Όταν δημιουργείται π.χ. θέμα στις δουλειές, όταν θες να κάνεις κάποια πράγματα και σε σταματάει αυτή η «διαφορετικότητα», όταν κάτι παραπαίει. Δεν γίνεται να μπορούν να κάνουν δύο αγόρια την ίδια δουλειά και να επιλέγεται το αγόρι εκείνο που είναι με μία κοπέλα και όχι το άλλο που είναι με ένα άλλο αγόρι ή είναι τρανς. Αφού θα στη βγάλω τη δουλειά, τι σε κόφτει το προσωπικό μου; Πού ξέρω τι κάνεις εσύ στο κρεβάτι σου; Επειδή έχεις τη γυναίκα σου; Ε, και; Γιατί να πρέπει να δώσω λόγο γι’ αυτό που νιώθω; Ή αυτό τώρα με τους μαύρους. «Τιμωρία» επειδή γεννήθηκες μαύρος. Θα είσαι πάντα ύποπτος, πάντα εσύ θα φταις για τα περισσότερα και πάντα θα έχεις διαφορετική αντιμετώπιση από ό,τι ένας λευκός. Ποιος τα αποφάσισε αυτά;
Φοβήθηκες ποτέ γι’ αυτό που είσαι;
Όχι. Γιατί δεν θεωρώ ότι είναι κάτι «διαφορετικό». Γι’ αυτό και δεν φοβήθηκα!
Δύο άντρες που είναι ζευγάρι ή δύο γυναίκες που είναι ζευγάρι, πιστεύεις πως μπορούν να μεγαλώσουν το ίδιο «σωστά» ένα παιδί, όσο και ένα ετερόφυλο ζευγάρι;
Ναι, μπορούν. Κι αυτή είναι μία άποψη που έχει αλλάξει σε μένα, γιατί παλαιότερα πίστευα ότι το παιδί χρειάζεται και τα δύο πρότυπα για να μεγαλώσει «σωστά». Έχω συζητήσει, ωστόσο, με κάποιους ψυχολόγους μέσα στα χρόνια, έχω εντωμεταξύ γνωρίσει και έχω ακούσει για διάφορα ζευγάρια -straight ζευγάρια, που η ανικανότητά τους ήταν στο έπακρο- κι έχω αναθεωρήσει. Ακούμε συνεχώς για κάποια κακοποιημένα παιδάκια που προέρχονται από straight οικογένειες -χωρίς να θέλω να θίξω τις straight οικογένειες, ούτε να τις κάνω κάτι λιγότερο σημαντικό, προς Θεού!- ακούμε για εγκατάλειψη παιδιών, για παιδιά τραυματισμένα. Έτσι, λοιπόν, καταλήγουμε πάλι στο θέμα του χαρακτήρα.
Είναι το ίδιο με ένα straight ζευγάρι που κάνει ένα παιδί και πεθαίνει η γυναίκα – στο παιδί θα λείπει το γυναικείο πρότυπο. Ή χωρίζει ένα ζευγάρι και «εξαφανίζεται» ο μπαμπάς. Τι να κάνουμε; Να πάρουμε το παιδί και να το βάλουμε μέσα σε ένα συρτάρι; Το ίδιο συμβαίνει και με τις gay οικογένειες: Λείπει ένα από τα δύο πρότυπα. Δεν ξέρω πώς μπορεί να «καλυφθεί» αυτό -γι’ αυτό υπάρχουν οι ψυχολόγοι και κάνουν καταπληκτική δουλειά σ’ αυτό- αλλά δεν γίνεται να θεωρούμε πως κάτι «στερεότυπο» είναι και το «σωστό μοντέλο της οικογένειας» ή «αυτό πρέπει να αναπαράξω».
Αντίστοιχα, και ένα παιδί που γεννιέται σε μια straight οικογένεια μπορεί -έχει δικαίωμα- να κάνει μια gay οικογένεια, η οποία πάλι να είναι μια οικογένεια κι ας μη θυμίζει τη δική του straight οικογένεια. Θέλω να πω, πως κάθε άνθρωπος έχει δικαίωμα να αναπαράξει και να εξελίξει αυτό που θέλει. Και το να επιλέξει ένα παιδί να κάνει κάτι διαφορετικό, δεν σημαίνει πως προδίδει την οικογένειά του! Γιατί το παιδί είναι ένας ελεύθερος άνθρωπος – δεν το έχουμε «αγοράσει» επειδή είναι παιδί μας, ώστε να φέρεται καλά στην οικογένεια επειδή είναι «το δικό μας παιδί». Το ζητούμενο πρέπει να είναι αυτό: Ελεύθεροι άνθρωποι!