Men's world

Maserati MC12: Μια Ferrari με σήμα την τρίαινα;

Συντάκτης  | 

Maserati MC12Η Maserati MC12 είναι ένα διθέσιο σπορ αυτοκίνητο περιορισμένης παραγωγής, που κατασκευαζόταν από την ιταλική αυτοκινητοβιομηχανία Maserati για να επιτραπεί στην αγωνιστική της έκδοση να συμμετάσχει στο πρωτάθλημα FIA GT. Το αυτοκίνητο μπήκε σε παραγωγή το 2004, με 25 μονάδες να «γεννιούνται» εκείνη τη χρονιά. Άλλες 25 μονάδες «γεννήθηκαν» το 2005, φτάνοντας έτσι σε… ένα σύνολο 50 μονάδων διαθέσιμων προς πώληση, καθεμία εκ των οποίων είχε προπωληθεί στην τιμή των 600.000 δολαρίων.

Η Maserati σχεδίασε και «έχτισε» τη MC12 πάνω στο σασί της Ferrari Enzo (σ.σ.: H Maserati «ανήκει» εδώ και χρόνια στη Ferrari), αλλά το τελικό αυτοκίνητο ήταν πολύ πιο μεγάλο και με λιγότερη αεροδυναμική αντίσταση. Η MC12 είναι μακρύτερη, φαρδύτερη και ψηλότερη, έχει πιο «κοφτερή» μύτη και απαλότερες καμπύλες από την «αδελφή» Enzo, η οποία όμως έχει καλύτερη επιτάχυνση, καλύτερη επιβράδυνση (πιο μικρή απόσταση ακινητοποίησης) και πιο υψηλή τελική ταχύτητα. Η MC12 φτάνει στα 330χλμ./ώρα, ενώ η Enzo στα 350χλμ./ώρα.

Η MC12 είχε εξελιχθεί για να σηματοδοτήσει την επιστροφή της Maserati στους αγώνες μετά από 37 χρόνια. Η έκδοση δρόμου δημιουργήθηκε για να πάρει έγκριση η αγωνιστική έκδοση, αφού απαίτηση της FIA για να συμμετάσχει ένα αυτοκίνητο στο πρωτάθλημα GT, είναι η παραγωγή τουλάχιστον 25 αυτοκινήτων δρόμου. Τρεις αγωνιστικές MC12 εισήχθησαν στην κατηγορία GT με μεγάλη επιτυχία, με την αρχή να γίνεται στον αγώνα του Zhuhai International Circuit της Κίνας, στα τέλη του 2004. Η Maserati εισήγαγε τις αγωνιστικές MC12 και στους αγώνες American LeMans Series του 2005, αλλά τα αυτοκίνητα υπερέβαιναν τους περιορισμούς μεγέθους της διοργανώτριας αρχής, με συνέπεια τις πολλές ποινές βάρους εξαιτίας του περίσσιου εύρους.

Υπό τις οδηγίες του Giorgio Ascanelli, η Maserati ξεκίνησε την ανάπτυξη ενός αγωνιστικού αυτοκινήτου κατάλληλου για την κατηγορία GT. Το αυτοκίνητο αυτό, που τελικά θα ονομαζόταν MC12, αρχικά είχε ονομαστεί MCC (Maserati Corse Competizione) και αναπτυσσόταν ταυτόχρονα με την έκδοση δρόμου που ονομαζόταν MCS (Maserati Corse Stradale). Ο Frank Stephenson έκανε την πλειονότητα του styling, αλλά το αρχικό σχήμα είχε αναπτυχθεί κατά τη διάρκεια των εντατικών δοκιμών στην αεροδυναμική σήραγγα, από μια ιδέα του Giorgetto Giugiaro. H MCC έχει παρόμοιο «σώμα» με τη MC12, αλλά υπάρχουν σημαντικές οπτικές διαφορές, με πιο προφανή την πίσω αεροτομή. Ο οδηγός αγώνων της Maserati, Andrea Bertolini «υπηρέτησε» ως αρχιδοκιμαστής κατά την ανάπτυξη του αυτοκινήτου, αν και κάποιες δοκιμές είχαν γίνει και από τον Michael Schumacher, ο οποίος συχνά δοκίμαζε τη MCC στην πίστα Fiorano Circuit της «μαμάς» Ferrari. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ανάπτυξης του αυτοκινήτου, το όνομα MCC παραγκωνίστηκε μετά την καθιέρωση του επίσημου ονόματος MC12 από τη Maserati.

Maserati MC12 1

Το αυτοκίνητο βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στη Ferrari Enzo, χρησιμοποιώντας μια ελαφρώς τροποποιημένη έκδοση του κινητήρα Ferrari Dino V12, το ίδιο κιβώτιο (που είχε πάρει το μοναδικό όνομα «Maserati Cambiocorsa»), και το ίδιο σασί και μετατρόχιο. Το παρμπρίζ είναι το μοναδικό οπτικά εμφανές κομμάτι που μοιράζονται τα δυο αυτοκίνητα. Η Maserati έχει μοναδικό «σώμα», με το αυξημένο μέγεθός της δημιουργεί μεγαλύτερη κάθετη δύναμη κατά μήκος του αυτοκινήτου, συν την επιπλέον κάθετη δύναμη που παράγεται από τη δίμετρη πίσω αεροτομή.

Η MC12 είναι ένα δίπορτο κουπέ αυτοκίνητο με οροφή τύπου Targa, με αποσπώμενο δηλαδή το κεντρικό τμήμα της οροφής, αν και το κομμάτι αυτό δεν μπορεί να αποθηκευτεί στο αυτοκίνητο. Η διάταξη της κεντρομηχανής κρατάει το κέντρο βάρους στη μέση του αυτοκινήτου, αυξάνοντας έτσι τη σταθερότητα και την ικανότητα του αυτοκινήτου να στρίβει. Η κατανομή βάρους είναι 41% μπροστά και 59% πίσω. Στις υψηλές ταχύτητες η κάθετη δύναμη που παράγεται από την πίσω αεροτομή, επηρεάζει την κατανομή σε τέτοιο βαθμό, που στα 200χλμ./ώρα η κάθετη δύναμη είναι 34% μπροστά και 66% πίσω!

Αν και το αυτοκίνητο είχε σχεδιαστεί ως όχημα ομολόγωσης και ουσιαστικά είναι μετατροπή ενός αγωνιστικού, το εσωτερικό του είναι πολυτελές. Η καμπίνα είναι μια μίξη από ανθρακόνημα καλυμμένο με τζελ, μπλε δέρμα και ασημί «Brithex», ενός συνθετικού υλικού που είχε κριθεί «πολύ ακριβό ακόμα και για τη βιομηχανία μόδας». Η κεντρική κονσόλα «φέρει» το χαρακτηριστικό οβάλ αναλογικό ρολόι της Maserati, και ένα μπλε κουμπί για τη μίζα, αλλά έχει δεχτεί κριτικές για την έλλειψη ράδιου, ηχοσυστήματος ή ενός σημείου για να τοποθετηθεί ένα aftermarket ηχοσύστημα.

Το «σώμα» του αυτοκινήτου, κατασκευασμένο εξ ολοκλήρου από ανθρακόνημα, «υπέστη» εκτεταμένες δοκιμές στην αεροδυναμική σήραγγα, ώστε να επιτευχθεί μέγιστη κάθετη δύναμη σε όλες τις επιφάνειες του αυτοκινήτου. Ως αποτέλεσμα, η πίσω αεροτομή είναι δυο μέτρα φαρδιά αλλά μόλις 30 χιλιοστά χοντρή, η κάτω πλευρά είναι ομαλή και ο πίσω προφυλακτήρας έχει διάχυτες που εκμεταλλεύονται την επίδραση του εδάφους. Ο αέρας αναρροφάται στο χώρο του κινητήρα μέσα από ένα ακροφύσιο αεραγωγού τοποθετημένο στην κορυφή της καμπίνας, κάνοντας έτσι το αυτοκίνητο πιο ψηλό από τη Ferrari Enzo. Το εξωτερικό είναι διαθέσιμο μόνο σε χρωματικό σχήμα άσπρου-μπλε, φόρος τιμής στην αγωνιστική ομάδα America Camoradi που χρησιμοποιούσε τις θρυλικές Maserati Tipo 61 «Birdcage» στις αρχές του ’60. Το αυτοκίνητο γίνεται εύκολα αντιληπτό λόγω της «αδεξιότητας» που είναι αποτέλεσμα του μεγέθους του. Σε απόλυτους αριθμούς, είναι πιο μακρύ και πιο φαρδύ κι από Hummer H2! Το μέγεθός του, σε συνδυασμό με την έλλειψη πίσω παρμπρίζ, μπορεί να κάνει το παρκάρισμα της MC12 πολύ δύσκολη υπόθεση.

Maserati MC12 2

H MC12 «κουβαλάει» κινητήρα V12 χωρητικότητας 6 λίτρων και βάρους 232 κιλών, προερχόμενο από τη Ferrari και τοποθετημένο στις 65 μοίρες. Κάθε κύλινδρος έχει 4 βαλβίδες, λιπαίνεται μέσω ενός συστήματος ξηρού κάρτερ και έχει σχέση συμπίεσης 11.2:1. Αυτά συνδυάζονται για να παράγουν μέγιστη ιπποδύναμη 630 ίππων στις 7.500 σαλ. και μέγιστη ροπή 652 Νιουτόμετρα στις 5.500 σαλ. Τα «κόκκινα» του στροφόμετρου είναι στις 7.500 σαλ., αν και είναι ασφαλές μέχρι τις 7.700 σαλ., τη στιγμή που στην Enzo τα «κόκκινα» είναι στις 8.200 σαλ.

Το αυτοκίνητο μπορεί να επιταχύνει 0-100χλμ./ώρα σε 3.8 δευτερόλεπτα και να φτάσει τα 200χλμ./ώρα σε 9.9 δευτερόλεπτα. Μπορεί να ολοκληρώσει τα 400 μέτρα από στάση σε 11.3 δευτερόλεπτα και τα 1.000 μέτρα από στάση σε 20.1 δευτερόλεπτα.

Η δύναμη περνάει στους τροχούς μέσω ενός εξατάχυτου ημιαυτόματου κιβωτίου τοποθετημένου πίσω. Το κιβώτιο είναι το ίδιο με αυτό της Ferrari Enzo, αλλά με διαφορετικές σχέσεις μετάδοσης. Παρέχει αλλαγές σε μόλις 150 μιλισεκόντ και είναι μηχανικό με δίδισκο ξηρό συμπλέκτη.

Το σασί της MC12 είναι μονοκόκ, φτιαγμένο από ανθρακονήματα και Nomex, με αλουμινένια υποπλαίσια μπροστά και πίσω. Έχει roll bar για να παρέχει περισσότερη ασφάλεια, άνεση και δύναμη. Έχει αναρτήσεις διπλών ψαλιδιών με ειδικές ράβδους που λειτουργούν με σπειροειδή ελατήρια και παρέχουν σταθερότητα, και αποσβεστήρες που «μαλακώνουν» τη βόλτα για τους επιβάτες. Το μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου μπορεί να ανυψωθεί για να περάσει πάνω από περιοριστικά ταχύτητας και ανωμαλίες, απλά πατώντας ένα κουμπί που εκτείνει την μπροστινή ανάρτηση. Υπάρχουν δυο διαφορετικές λειτουργίες για το «στήσιμο» του σασί, οι οποίες μπορούν να αλλαχτούν μέσω ενός κουμπιού στην καμπίνα. Η βασική ρύθμιση ονομάζεται «Sport», ενώ η πιο «σκληροπυρηνική» ονομάζεται «Race» και προσφέρει λιγότερη «παρέμβαση» του συστήματος ελέγχου ευσταθείας Bosch ASR, πιο γρήγορες αλλαγές στο κιβώτιο και πιο σφιχτή ανάρτηση.

Η MC12 έχει ζάντες 19 ιντσών με πλάτος 9 ιντσών μπροστά και 13 ιντσών πίσω. Τα λάστιχά της είναι Pirelli P Zero Corsa με διαστάσεις 245/35 ZR19 μπροστά και 345/35 ZR19 πίσω. Τα φρένα της είναι Brembo με ABS της Bosch. Οι μπροστινοί δίσκοι είναι διαμέτρου 380 χιλιοστών με εξαπίστονες δαγκάνες και οι πίσω δίσκοι είναι διαμέτρου 365 χιλιοστών με τετραπίστονες δαγκάνες. Τα κεντρικά μπουλόνια που συγκρατούν τους τροχούς πάνω στο σασί είναι διαφορετικού χρώματος μεταξύ τους, δηλαδή κόκκινα στα αριστερά και μπλε στα δεξιά.

Η MC12 είχε δεχτεί γενικά μεικτές κριτικές, με τους ειδικούς να αναφέρουν πως το αυτοκίνητο ήταν δύσκολο στην οδήγηση, πανάκριβο και πολύ μεγάλο. Άλλες κριτικές είχαν να κάνουν με την ελλείψω πίσω παρμπρίζ, πορτμπαγκάζ, ρεζέρβας και ράδιου, και άλλες με τον τρόπο που ο κινητήρας ήταν περιορισμένος ως «ναρκωμένος». Βέβαια, υπήρχαν και οι θετικές κριτικές για την «απαλή» βόλτα που προσέφερε η ανάρτηση, για τη σταθερότητα στο φρενάρισμα και την ικανότητα χειρισμού της MC12. Οι πιο θετικές κριτικές είχαν να κάνουν με την πλαγιολίσθηση που επέτρεπε το σύστημα ευστάθειας στις στροφές, κάνοντας το αυτοκίνητο πιο διασκεδαστικό από την Enzo, όπως επίσης και η «διάθεση» του αυτοκινήτου να «συγχωρεί» τα λάθη του οδηγού στο όριο, με κάποιες κριτικές να την αποκαλούν ακόμα και «φιλική προς το χρήστη».

Το 2008 το παγκόσμιο περιοδικό αυτοκινήτου EVO Magazine έτρεξε τη MC12 στο παλιό τμήμα της πίστας του Nürburgring, το διαβόητο Nordschleife, και «έγραψε» χρόνο 7:24:29, ένα ολόκληρο δευτερόλεπτο λιγότερο από τον αντίστοιχο χρόνο της «αδελφής» Enzo.

Πέραν των καθαρά αγωνιστικών εκδόσεων, η Maserati δημιούργησε και μια ακόμα έκδοση της MC12, την αποκαλούμενη «Corsa». H έκδοση αυτή ήταν αποκλειστικά για χρήση σε πίστα. Σε αντίθεση με την καθαρά αγωνιστική έκδοση της MC12, η έκδοση δρόμου της οποίας δημιουργήθηκε αποκλειστικά για λόγους ομολόγωσης, η MC11 Corsa προορίζεται για ιδιωτική χρήση αυστηρά περιορισμένη σε πίστα, αφού οι ρυθμίσεις και μετατροπές της Corsa την καθιστούν παράνομη για χρήση στο δρόμο.

Η MC12 Corsa αναπτύχθηκε απευθείας από τη MC12 GT1, η οποία είχε κατακτήσει την πρώτη θέση στο Κύπελλο Κατασκευαστών της κατηγορίας GT το 2005. Το αυτοκίνητο παρουσιάστηκε στα μέσα του 2006, «σε απάντηση της απαίτησης των πελατών να έχουν τη δική του αγωνιστική MC12, και λόγω της αύξησης των track days, όπου οι ιδιοκτήτες μπορούν να οδηγήσουν τα αυτοκίνητά τους σε υψηλές ταχύτητες, με την ασφάλεια που τους παρέχει μια πίστα», όπως είχε επισημάνει ο General Manager της Maserati για την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία, Edward Butler. Σε παρόμοια «μόδα» με τη Ferrari FXX, παρόλο που οι ιδιοκτήτες είναι ιδιώτες, η Maserati είναι υπεύθυνη για τον έλεγχο, την αποθήκευση και τη συντήρηση των αυτοκινήτων, τα οποία οδηγούνται μόνο σε ειδικά οργανωμένα track days. Αντίθετα με τη FXX, η MC12 Corsa δε χρησιμοποιείται για λόγους έρευνας και εξέλιξης, παρά μόνο για λόγους διασκέδασης. Ένας ιδιοκτήτης MC12 Corsa την τροποποίησε ειδικά, ώστε να γίνει νόμιμη η χρήση της στο δρόμο.

Μόνο δώδεκα MC12 Corsa έχουν πωληθεί σε επιλεγμένους πελάτες, έκαστος εκ των οποίων κλήθηκε να πληρώσει 1.47 εκατομμύρια δολάρια για το προνόμιο αυτό. Άλλα τρία οχήματα παρήχθησαν για λόγους δοκιμών και δημοσιότητας. Η Corsa «φοράει» τον ίδιο κινητήρα με την αγωνιστική GT1, με τη μονάδα ισχύος να παράγει 755 ίππους στις 8.000 σαλ., 125 περισσότερους από της απλής MC12. Η Corsa επίσης «φοράει» την κοντή μύτη της GT1, που ήταν απαίτηση της αμερικανικής ομοσπονδίας για να μπει η GT1 στους αγώνες American LeMans Series. Το αυτοκίνητο ήταν διαθέσιμο σ’ ένα συγκεκριμένο χρώμα, το «Blue Victory», αν κι αυτό μπορούσε να τροποποιηθεί κατόπιν αιτήματος του πελάτη. Η Corsa «φορούσε» ανθρακοατσάλινους αγωνιστικούς δίσκους στα φρένα, αλλά δεν «έφερε» ABS.

Maserati MC12 Corsa

Editor: Ματθαίος Μπλούφας

 

 

 

Κάντε like στη σελίδα μας στο Facebook για να μαθαίνετε όλα τα νέα και τις δημοσιεύσεις μας!

Μια ομάδα ανθρώπων με κοινή αισθητική, πολλές ανησυχίες, ποικιλία απόψεων και λάτρεις του lifestyle! • • ҉ • • Design your life! • • ҉ • • Enjoy every moment! • • ҉ • • Discover our world!

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *