Ιστορία

Εθνικός Ύμνος και «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» (όλο το ποίημα)

Συντάκτης  | 

Ο εθνικός μας ύμνος είναι οι στοίχοι που μαθαίνουμε όλοι από παιδιά, αλλά όλος ο “Ύμνος εις την Ελευθερίαν” είναι σε λίγους γνωστός. Οι περισσότεροι  γνωρίζουμε μόνο τις 2 από τις 158 στροφές αυτού του εκπληκτικού ποιήματος.

Όταν όμως λέμε εθνικός ύμνος, πρέπει να έχουμε πάντα στο νου μας τον  Ύμνο εις την Ελευθερία (Ὕμνος εἰς τὴν Ἐλευθερίαν). Τουλάχιστον μια φορά πρέπει αυτά τα μοναδικά λόγια να τα διαβάσουμε σε μεγαλύτερη ηλικία. Ώστε να τα κατανοήσουμε και να μείνουν χαραγμένα στην ψυχή κάθε Έλληνα και Ελληνίδας.

Ο Εθνικός μας ύμνος (κοινός σε Ελλάδα και Κύπρο)

Πάρα πολλοί και ιδιαίτερα οι νεότεροι, θεωρούν πως ο εθνικός ύμνος και ο «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» είναι το ίδιο. Ο εθνικός μας ύμνος όμως είναι μόνο δύο στροφές. Αυτές αποτελούν τον εθνικό ύμνο της Ελλάδας από το 1865 και της Κύπρου από το 1966.

Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν κόψι
τοῦ σπαθιοῦ τὴν τρομερή,
σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν ὄψι,
ποὺ μὲ βιά μετράει τὴν γῆ.

Ἀπ’ τὰ κόκκαλα βγαλμένη
τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,
χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριά!

Ο ΕΘΝΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΟΗΜΑΤΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

Πως δημιουργήθηκε ο «Ύμνος εις την Ελευθερίαν»

Ο «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» είναι ένα εξαιρετικό ποίημα εμπνευσμένο από την Ελληνική Επανάσταση του 1821. που σχεδόν ολόκληρο τον περασμένο αιώνα διδασκόταν ολόκληρο και αναλυόταν με ευλάβεια στα σχολεία.

Γράφτηκε από τον Διονύσιο Σολωμό και ολοκληρώθηκε έπειτα από δύο χρόνια, τον Μάιο του 1823, στη Ζάκυνθο. Ένα  χρόνο μετά την ολοκλήρωσή του, το 1824, τυπώθηκε και δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο Μεσολόγγι. Το 1825 κυκλοφόρησε μεταφρασμένο στο Παρίσι και έπειτα και σε άλλες Ευρωπαϊκές πόλης. Στόχος της κυκλοφορίας του στην Ευρώπη, ήταν να μεταφέρει σε όλους τους Ευρωπαίους τα δεινά, τον αγώνα και το σθένος του ελληνικού έθνους.

Το 1828 μελοποιήθηκε από τον Κερκυραίο Νικόλαο Μάντζαρο επάνω σε λαϊκά μοτίβα, για τετράφωνη ανδρική χορωδία. Από τότε ακουγόταν τακτικά σε εθνικές γιορτές και στα σπίτια όλων των Κερκυραίων αστών. Σταδιακά αναγνωρίστηκε στη συνείδηση όλων των Ιονίων νησιών ως άτυπος ύμνος των Επτανήσων.

Στην πορεία, μετά την απελευθέρωση, το 1865 καθιερώθηκαν οι δύο πρώτες στροφές ως Εθνικός ύμνος της Ελλάδας.

Όλο το ποίημα αποτελείται από 158 στροφές (632 στίχους) και μπορείτε να το διαβάσετε παρακάτω.

Αφιερώστε λίγο από τον χρόνο σας και κάντε μια σύντομη αναδρομή στα γεγονότα που διαδραματίστηκαν. Πως ένοιωθαν,  τι έζησαν, τι σκεφτόταν, τι αναπολούσαν και τι ήταν πρόθυμοι να θυσιάσουν; Η σκέψεις για την ελευθερία, τον αγώνα, την πολιτική, την θρησκεία. Μέσα σε αυτούς τους στοίχους αναγράφονται πολλά γεγονότα και θέλω των τότε ανθρώπων.

Διαβάστε σχολαστικά, μεταφερθείτε στην εποχή και θα δείτε, πως πραγματικά αξίζει αυτή η μικρή θυσία του χρόνου σας.  Μεταξύ άλλων θα νιώσετε υπερήφανοι και ευγνώμων, για την ελευθερία που “απολαμβάνουμε” σήμερα!

Η Δόξα των Ψαρών, Νικόλαος Γύζης

Ὕμνος εἰς τὴν Ἐλευθερίαν

1.

Σε γνωρίζω από την κόψητου

σπαθιού την τρομέρη,

σε γνωρίζω από την όψη

που με βία μετράει τη γη.

2.

Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη

των Ελλήνων τα ιερά,

και σαν πρώτα ανδρειωμένη,

χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

3.

Εκεί μέσα εκατοικούσες

πικραμένη, εντροπαλή,

κι ένα στόμα ακαρτερούσες,

έλα πάλι, να σου πει.

4.

Άργειε νά ’λθει εκείνη η μέρα

και ήταν όλα σιωπηλά,

γιατί τα ’σκιαζε η φοβέρα

και τα πλάκωνε η σκλαβιά.

5.

Δυστυχής! Παρηγορία

μόνη σού έμενε να λες

περασμένα μεγαλεία

και διηγώντας τα να κλαις.

6.

Και ακαρτέρει, και ακαρτέρει

φιλελεύθερη λαλιά,

ένα εκτύπαε τ’ άλλο χέρι

από την απελπισιά.

7.

Κι έλεες: Πότε, α! πότε βγάνω

το κεφάλι από τσ’ ερμιές;

Και αποκρίνοντο αποπάνω

κλάψες, άλυσες, φωνές.

8.

Τότε εσήκωνες το βλέμμα

μες στα κλάηματα θολό,

και εις το ρούχο σου έσταζ’ αίμα,

πλήθος αίμα Ελληνικό.

Η αυτοθυσία της μάνας, Εμίλ ντε Λανσάκ (1828)

9.

Με τα ρούχα αιματωμένα

ξέρω ότι έβγαινες κρυφά

να γυρεύεις εις τα ξένα

άλλα χέρια δυνατά.

10.

Μοναχή το δρόμο επήρες,

εξανάλθες μοναχή·

δεν είν’ εύκολες οι θύρες,

εάν η χρεία τες κουρταλεί.

11.

Άλλος σού έκλαψε εις τα στήθια,

αλλ’ ανάσασιν καμιά·

άλλος σού έταξε βοήθεια

και σε γέλασε φρικτά.

12.

Άλλοι, οϊμέ! στη συμφορά σου

οπού εχαίροντο πολύ,

σύρε νά βρεις τα παιδιά σου,

σύρε, ελέγαν οι σκληροί.

13.

Φεύγει οπίσω το ποδάρι

και ολογλήγορο πατεί

ή την πέτρα ή το χορτάρι

που τη δόξα σού ενθυμεί.

14.

Ταπεινότατη σου γέρνει

η τρισάθλια κεφαλή,

σαν πτωχού που θυροδέρνει

κι είναι βάρος του η ζωή.

15.

Ναι· αλλά τώρα αντιπαλεύει

κάθε τέκνο σου με ορμή,

που ακατάπαυστα γυρεύει

ή τη νίκη ή τη θανή.

16.

Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη

των Ελλήνων τα ιερά,

και σαν πρώτα ανδρειωμένη,

χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

17.

Μόλις είδε την ορμή σου

ο ουρανός, που για τσ’ εχθρούς

εις τη γη τη μητρική σου

έτρεφ’ άνθια και καρπούς,

18.

εγαλήνευσε· και εχύθη

καταχθόνια μία βοή,

και του Ρήγα σου απεκρίθη

πολεμόκραχτη η φωνή. *

19.

Όλοι οι τόποι σου σ’ εκράξαν

χαιρετώντας σε θερμά,

και τα στόματα εφωνάξαν

όσα αισθάνετο η καρδιά.

20.

Εφωνάξανε ώς τ’ αστέρια

του Ιονίου και τα νησιά,

και εσηκώσανε τα χέρια

για να δείξουνε χαρά,

21.

μ’ όλον που ’ναι αλυσωμένο

το καθένα τεχνικά,

και εις το μέτωπο γραμμένο

έχει: Ψεύτρα Ελευθεριά.

22.

Γκαρδιακά χαροποιήθη

και του Βάσιγκτον η γη,

και τα σίδερα ενθυμήθη

που την έδεναν και αυτή.

23.

Απ’ τον πύργο του φωνάζει,

σα να λέει σε χαιρετώ,

και τη χήτη του τινάζει

το Λεοντάρι το Ισπανό.

24.

Ελαφιάσθη της Αγγλίας

το θηρίο, και σέρνει ευθύς

κατά τ’ άκρα της Ρουσίας

τα μουγκρίσματα τσ’ οργής.

25.

Εις το κίνημά του δείχνει

πως τα μέλη είν’ δυνατά·

και στου Αιγαίου το κύμα ρίχνει

μια σπιθόβολη ματιά.

26.

Σε ξανοίγει από τα νέφη

και το μάτι του Αετού,

που φτερά και νύχια θρέφει

με τα σπλάχνα του Ιταλού·

27.

και σ’ εσέ καταγειρμένος,

γιατί πάντα σε μισεί,

έκρωζ’ έκρωζε ο σκασμένος,

να σε βλάψει, αν ημπορεί.

28.

Άλλο εσύ δεν συλλογιέσαι

πάρεξ πού θα πρωτοπάς·

δεν μιλείς και δεν κουνιέσαι

στες βρισίες οπού αγρικάς·

29.

σαν το βράχον οπού αφήνει

κάθε ακάθαρτο νερό

εις τα πόδια του να χύνει

ευκολόσβηστον αφρό,

30.

οπού αφήνει ανεμοζάλη

και χαλάζι και βροχή

να του δέρνουν τη μεγάλη,

την αιώνιαν κορυφή.

31.

Δυστυχιά του, ω δυστυχιά του,

οποιανού θέλει βρεθεί

στο μαχαίρι σου αποκάτου

και σ’ εκείνο αντισταθεί.

32.

Το θηρίο π’ ανανογιέται,

πως του λείπουν τα μικρά,

περιορίζεται, πετιέται,

αίμα ανθρώπινο διψά·

33.

τρέχει, τρέχει όλα τα δάση,

τα λαγκάδια, τα βουνά,

και όπου φθάσει, όπου περάσει.

φρίκη, θάνατος, ερμιά·

34.

ερμιά, θάνατος και φρίκη

όπου επέρασες κι εσύ·

ξίφος έξω από τη θήκη

πλέον ανδρείαν σού προξενεί.

35.

Ιδού εμπρός σου ο τοίχος στέκει

της αθλίας Τριπολιτσάς·

τώρα τρόμου αστροπελέκι

να της ρίψεις πιθυμάς.

36.

Μεγαλόψυχο το μάτι

δείχνει, πάντα οπώς νικεί,

και ας είν’ άρματα γεμάτη

και πολέμιαν χλαλοή.

37.

Σου προβαίνουνε και τρίζουν

για να ιδείς πως είν’ πολλά·

δεν ακούς που φοβερίζουν

άνδρες μύριοι και παιδιά; *

38.

Λίγα μάτια, λίγα στόματα

θα σας μείνουνε ανοιχτά

για να κλαύσετε τα σώματα

που θε νά βρει η συμφορά.

39.

Κατεβαίνουνε, και ανάφτει

του πολέμου αναλαμπή·

το τουφέκι ανάβει, αστράφτει,

λάμπει, κόφτει το σπαθί.

40.

Γιατί η μάχη εστάθη ολίγη;

Λίγα τα αίματα γιατί;

Τον εχθρό θωρώ να φύγει

και στο κάστρο ν’ ανεβεί.

41.

Μέτρα… είν’ άπειροι οι φευγάτοι,

οπού φεύγοντας δειλιούν·

τα λαβώματα στην πλάτη

δέχοντ’, ώστε ν’ ανεβούν.

42.

Εκεί μέσα ακαρτερείτε

την αφεύγατη φθορά·

νά, σας φθάνει· αποκριθείτε

στης νυκτός τη σκοτεινιά. *

43.

Αποκρίνονται, και η μάχη

έτσι αρχίζει, οπού μακριά

από ράχη εκεί σε ράχη

αντιβούιζε φοβερά.

44.

Ακούω κούφια τα τουφέκια,

ακούω σμίξιμο σπαθιών,

ακούω ξύλα, ακούω πελέκια,

ακούω τρίξιμο δοντιών.

45.

Α! τί νύκτα ήταν εκείνη

που την τρέμει ο λογισμός;

Άλλος ύπνος δεν εγίνη

πάρεξ θάνατου πικρός.

46.

Της σκηνής η ώρα, ο τόπος,

οι κραυγές, η ταραχή,

ο σκληρόψυχος ο τρόπος

του πολέμου, και οι καπνοί,

47.

και οι βροντές, και το σκοτάδι,

οπού αντίσκοφτε η φωτιά,

επαράσταιναν τον άδη

που ακαρτέρειε τα σκυλιά·

48.

τ’ ακαρτέρειε. — Εφαίνοντ’ ίσκιοι

αναρίθμητοι γυμνοί,

κόρες, γέροντες, νεανίσκοι,

βρέφη ακόμη εις το βυζί.

Η Έξοδος του Μεσολογγίου, Θεόδωρος Βρυζάκης (1853)

49.

Όλη μαύρη μυρμηγκιάζει,

μαύρη η εντάφια συντροφιά,

σαν το ρούχο οπού σκεπάζει

τα κρεβάτια τα στερνά.

50.

Τόσοι, τόσοι ανταμωμένοι

επετιούντο από τη γη,

όσοι είν’ άδικα σφαγμένοι

από τούρκικην οργή.

51.

Τόσα πέφτουνε τα θέρι-

σμένα αστάχια εις τους αγρούς·

σχεδόν όλα εκειά τα μέρη

εσκεπάζοντο απ’ αυτούς.

52.

Θαμποφέγγει κανέν’ άστρο,

και αναδεύοντο μαζί,

ανεβαίνοντας το κάστρο

με νεκρώσιμη σιωπή.

53.

Έτσι χάμου εις την πεδιάδα,

μες στο δάσος το πυκνό,

όταν στέλνει μίαν αχνάδα

μισοφέγγαρο χλωμό,

54.

εάν οι άνεμοι μες στ’ άδεια

τα κλαδιά μουγκοφυσούν,

σειούνται, σειούνται τα μαυράδια,

οπού οι κλώνοι αντικτυπούν.

55.

Με τα μάτια τους γυρεύουν

όπου είν’ αίματα πηχτά,

και μες στ’ αίματα χορεύουν

με βρυχίσματα βραχνά,

56.

και χορεύοντας μανίζουν

εις τους Έλληνας κοντά,

και τα στήθια τούς εγγίζουν

με τα χέρια τα ψυχρά.

57.

Εκειό το έγγισμα πηγαίνει

βαθιά μες στα σωθικά,

όθεν όλη η λύπη βγαίνει,

και άκρα αισθάνονται ασπλαχνιά.

58.

Τότε αυξαίνει του πολέμου

ο χορός τρομακτικά,

σαν το σκόρπισμα του ανέμου

στου πελάου τη μοναξιά.

59.

Κτυπούν όλοι απάνου κάτου·

κάθε κτύπημα που εβγεί

είναι κτύπημα θανάτου,

χωρίς να δευτερωθεί.

60.

Κάθε σώμα ιδρώνει, ρέει·

λες και εκείθεν η ψυχή

απ’ το μίσος που την καίει

πολεμάει να πεταχθεί.

61.

Της καρδίας κτυπίες βροντάνε

μες στα στήθια τους αργά,

και τα χέρια οπού χουμάνε

περισσότερο είν’ γοργά.

62.

Ουρανός γι’ αυτούς δεν είναι,

ουδέ πέλαγο, ουδέ γη·

γι’ αυτούς όλους το παν είναι

μαζωμένο αντάμα εκεί.

63.

Τόση η μάνητα και η ζάλη,

που στοχάζεσαι, μη πώς

από μία μεριά και απ’ άλλη

δεν μείνει ένας ζωντανός.

64.

Κοίτα χέρια απελπισμένα

πώς θερίζουνε ζωές!

Χάμου πέφτουνε κομμένα

χέρια, πόδια, κεφαλές,

65.

και παλάσκες και σπαθία

με ολοσκόρπιστα μυαλά,

και με ολόσχιστα κρανία

σωθικά λαχταριστά.

66.

Προσοχή καμία δεν κάνει

κανείς, όχι, εις τη σφαγή·

πάνε πάντα εμπρός. Ω! φθάνει,

φθάνει· έως πότε οι σκοτωμοί;

67.

Ποίος αφήνει εκεί τον τόπο,

πάρεξ όταν ξαπλωθεί;

δεν αισθάνονται τον κόπο

και λες κι είναι εις την αρχή.

68.

Ολιγόστευαν οι σκύλοι,

και Αλλά εφώναζαν, Αλλά·

και των Χριστιανών τα χείλη

Φωτιά εφώναζαν, φωτιά.

69.

Λεονταρόψυχα εκτυπιούντο,

πάντα εφώναζαν φωτιά,

και οι μιαροί κατασκορπιούντο,

πάντα σκούζοντας Αλλά.

70.

Παντού φόβος και τρομάρα

και φωνές και στεναγμοί·

παντού κλάψα, παντού αντάρα,

και παντού ξεψυχισμοί.

71.

Ήταν τόσοι! Πλέον το βόλι

εις τ’ αφτιά δεν τους λαλεί.

Όλοι χάμου εκείτοντ’ όλοι

εις την τέταρτην αυγή.

72.

Σαν ποτάμι το αίμα εγίνη

και κυλάει στη λαγκαδιά,

και το αθώο χόρτο πίνει

αίμα αντίς για τη δροσιά.

73.

Της αυγής δροσάτο αέρι,

δεν φυσάς τώρα εσύ πλιο

στων ψευδόπιστων το αστέρι· *

φύσα, φύσα εις το ΣΤΑΥΡΟ.

74.

Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη

των Ελλήνων τα ιερά,

και σαν πρώτα ανδρειωμένη,

χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

75.

Της Κορίνθου ιδού και οι κάμποι·

δεν λάμπ’ ήλιος μοναχά

εις τους πλάτανους, δεν λάμπει

εις τ’ αμπέλια, εις τα νερά·

76.

εις τον ήσυχον αιθέρα

τώρα αθώα δεν αντηχεί

τα λαλήματα η φλογέρα,

τα βελάσματα το αρνί·

77.

τρέχουν άρματα χιλιάδες

σαν το κύμα εις το γιαλό·

αλλ’ οι ανδρείοι παλικαράδες

δεν ψηφούν τον αριθμό.

78.

Ω τρακόσιοι! Σηκωθείτε

και ξανάλθετε σ’ εμάς·

τα παιδιά σας θέλ’ ιδείτε

πόσο μοιάζουνε με σας.

79.

Όλοι εκείνοι τα φοβούνται.

Και με πάτημα τυφλό

εις την Κόρινθο αποκλειούνται

κι όλοι χάνουνται απεδώ.

80.

Στέλνει ο άγγελος του ολέθρου

Πείναν και Θανατικό·

που με σχήμα ενός σκελέθρου

περπατούν αντάμα οι δυο·

81.

και πεσμένα εις τα χορτάρια

απεθαίνανε παντού

τα θλιμμένα απομεινάρια

της φυγής και του χαμού.

82.

Και εσύ αθάνατη, εσύ θεία,

που ό,τι θέλεις ημπορείς,

εις τον κάμπο, Ελευθερία.

ματωμένη περπατείς.

83.

Στη σκιά χεροπιασμένες, *

στη σκιά βλέπω κι εγώ

κρινοδάκτυλες παρθένες

όπου κάνουνε χορό·

84.

στο χορό γλυκογυρίζουν

ωραία μάτια ερωτικά,

και εις την αύρα κυματίζουν

μαύρα, ολόχρυσα μαλλιά.

85.

Η ψυχή μου αναγαλλιάζει

πως ο κόρφος καθεμιάς

γλυκοβύζαστο ετοιμάζει

γάλα ανδρείας και ελευθεριάς.

86.

Μες στα χόρτα, τα λουλούδια,

το ποτήρι δεν βαστώ·

φιλελεύθερα τραγούδια

σαν τον Πίνδαρο εκφωνώ.

87.

Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη

των Ελλήνων τα ιερά,

και σαν πρώτα ανδρειωμένη,

χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

88.

Πήγες εις το Μεσολόγγι

την ημέρα του Χριστού,

μέρα που άνθισαν οι λόγγοι

για το τέκνο του Θεού.

89.

Σου ’λθε εμπρός λαμποκοπώντας

η Θρησκεία μ’ ένα σταυρό,

και το δάκτυλο κινώντας

οπού ανεί τον ουρανό,

90.

σ’ αυτό, εφώναξε, το χώμα

στάσου ολόρθη, Ελευθεριά·

και φιλώντας σου το στόμα

μπαίνει μες στην εκκλησιά.

91.

Εις την τράπεζα σιμώνει,

και το σύγνεφο το αχνό

γύρω γύρω της πυκνώνει

που σκορπάει το θυμιατό.

92.

Αγρικάει την ψαλμωδία

οπού εδίδαξεν αυτή·

βλέπει τη φωταγωγία

στους Αγίους εμπρός χυτή.

93.

Ποιοί είναι αυτοί που πλησιάζουν

με πολλή ποδοβολή,

κι άρματ’, άρματα ταράζουν;

Επετάχτηκες εσύ.

94.

Α! το φως που σε στολίζει,

σαν ηλίου φεγγοβολή,

και μακρόθεν σπινθηρίζει,

δεν είναι, όχι, από τη γη·

95.

λάμψιν έχει όλη φλογώδη

χείλος, μέτωπο, οφθαλμός·

φως το χέρι, φως το πόδι,

κι όλα γύρω σου είναι φως.

Η Ελλάδα πάνω στα ερείπια του Μεσολογγίου, Ευγένιος Ντελακρουά (1826)

96.

Το σπαθί σου αντισηκώνεις,

τρία πατήματα πατάς,

σαν τον πύργο μεγαλώνεις,

και εις το τέταρτο κτυπάς·

97.

με φωνή που καταπείθει

προχωρώντας ομιλείς·

«Σήμερ’, άπιστοι, εγεννήθη

ναι, του κόσμου ο Λυτρωτής.

98.

»Αυτός λέγει… Αφοκρασθείτε:

Εγώ είμ’ Άλφα, Ω μέγα εγώ·

πέστε, πού θ’ αποκρυφθείτε

εσείς όλοι, αν οργισθώ;

99.

»Φλόγα ακοίμητην σας βρέχω,

που μ’ αυτήν αν συγκριθεί

κείνη η κάτω οπού σας έχω

σαν δροσιά θέλει βρεθεί.

100.

Κατατρώγει, ωσάν τη σχίζα,

τόπους άμετρα υψηλούς,

χώρες, όρη από τη ρίζα,

ζώα και δένδρα και θνητούς,

101.

»και το παν το κατακαίει,

και δεν σώζεται πνοή,

πάρεξ του άνεμου που πνέει

μες στη στάχτη τη λεπτή».

102.

Κάποιος ήθελε ερωτήσει:

Του θυμού του είσαι αδελφή;

Ποίος είν’ άξιος να νικήσει,

ή με σε να μετρηθεί;

103.

Η γη αισθάνεται την τόση

του χεριού σου ανδραγαθιά,

που όλην θέλει θανατώσει

τη μισόχριστη σπορά.

104.

Την αισθάνονται, και αφρίζουν

τα νερά, και τ’ αγρικώ

δυνατά να μουρμουρίζουν

σαν να ρυάζετο θηριό.

105.

Κακορίζικοι, πού πάτε

του Αχελώου μες στη ροή,

και πιδέξια πολεμάτε

από την καταδρομή

106.

να αποφύγετε! το κύμα

έγινε όλο φουσκωτό·

εκεί ευρήκατε το μνήμα

πριν να ευρείτε αφανισμό.

107.

Βλασφημάει, σκούζει, μουγκρίζει

κάθε λάρυγγας εχθρού,

και το ρεύμα γαργαρίζει

τες βλασφήμιες του θυμού.

108.

Σφαλερά τετραποδίζουν

πλήθος άλογα, και ορθά

τρομασμένα χλιμιτρίζουν

και πατούν εις τα κορμιά.

109.

Ποίος στο σύντροφον απλώνει

χέρι, ωσάν να βοηθηθεί·

ποίος τη σάρκα του δαγκώνει

όσο οπού να νεκρωθεί·

110.

κεφαλές απελπισμένες,

με τα μάτια πεταχτά

κατά τ’ άστρα σηκωμένες

για την ύστερη φορά.

111.

Σβήεται —αυξαίνοντας η πρώτη

του Αχελώου νεροσυρμή—

το χλιμίτρισμα, και οι κρότοι,

και του ανθρώπου οι γογγυσμοί.

112.

Έτσι ν’ άκουα να βουίξει

τον βαθύν Ωκεανό,

και στο κύμα του να πνίξει

κάθε σπέρμα Αγαρηνό·

113.

και εκεί που ’ναι η Αγία Σοφία,

μες στους λόφους τους επτά,

όλα τ’ άψυχα κορμία,

βραχοσύντριφτα, γυμνά,

114.

σωριασμένα να τα σπρώξει

η κατάρα του Θεού,

κι απεκεί να τα μαζώξει

ο αδελφός του Φεγγαριού·

115.

κάθε πέτρα μνήμα ας γένει,

και η θρησκεία κι η Ελευθεριά

μ’ αργοπάτημα ας πηγαίνει

μεταξύ τους, και ας μετρά.

116.

Ένα λείψανο ανεβαίνει

τεντωτό, πιστομητό,

κι άλλο ξάφνου κατεβαίνει

και δεν φαίνεται και πλιό.

117.

Και χειρότερα αγριεύει

και φουσκώνει ο ποταμός·

πάντα πάντα περισσεύει·

πολυφλοίσβισμα και αφρός.

118.

Α! γιατί δεν έχω τώρα

τη φωνή του Μωυσή;

Μεγαλόφωνα, την ώρα

όπου εσβηούντο οι μισητοί,

119.

τον Θεόν ευχαριστούσε

στου πελάου τη λύσσα εμπρός,

και τα λόγια ηχολογούσε

αναρίθμητος λαός·

120.

ακλουθάει την αρμονία

η αδελφή του Ααρών,

η προφήτισσα Μαρία,

μ’ ένα τύμπανο τερπνόν,

121.

και πηδούν όλες οι κόρες

με τσ’ αγκάλες ανοικτές,

τραγουδώντας, ανθοφόρες,

με τα τύμπανα κι εκειές.

122.

Σε γνωρίζω από την κόψη

του σπαθιού την τρομερή,

σε γνωρίζω από την όψη

που με βία μετράει τη γη.

123.

Εις αυτήν, είν’ ξακουσμένο,

δεν νικιέσαι εσύ ποτέ·

όμως, όχι, δεν είν’ ξένο

και το πέλαγο για σε.

124.

Το στοιχείον αυτό ξαπλώνει

κύματ’ άπειρα εις τη γη,

με τα οποία την περιζώνει,

κι είναι εικόνα σου λαμπρή.

125.

Με βρυχίσματα σαλεύει

που τρομάζει η ακοή·

κάθε ξύλο κινδυνεύει

και λιμιώνα αναζητεί·

126.

φαίνετ’ έπειτα η γαλήνη

και το λάμψιμο του ηλιού,

και τα χρώματα αναδίνει

του γλαυκότατου ουρανού.

127.

Δεν νικιέσαι, είν’ ξακουσμένο,

στην ξηράν εσύ ποτέ·

όμως, όχι, δεν είν’ ξένο

και το πέλαγο για σε.

128.

Περνούν άπειρα τα ξάρτια,

και σαν λόγγος στριμωχτά

τα τρεχούμενα κατάρτια,

τα ολοφούσκωτα πανιά.

129.

Συ τες δύναμές σου σπρώχνεις,

και αγκαλά δεν είν’ πολλές,

πολεμώντας, άλλα διώχνεις,

άλλα παίρνεις, άλλα καις·

130.

με επιθύμια να τηράζεις

δύο μεγάλα σε θωρώ,

και θανάσιμον τινάζεις

εναντίον τους κεραυνό.

131.

Πιάνει, αυξαίνει, κοκκινίζει,

και σηκώνει μια βροντή,

και το πέλαο χρωματίζει

με αιματόχροη βαφή.

132.

Πνίγοντ’ όλοι οι πολεμάρχοι

και δεν μνέσκει ένα κορμί·

χάρου, σκιά του Πατριάρχη,

που σ’ επέταξαν εκεί.

133.

Εκρυφόσμιγαν οι φίλοι

με τσ’ εχθρούς τους τη Λαμπρή,

και τους έτρεμαν τα χείλη

δίνοντάς τα εις το φιλί.

134.

Κειες τες δάφνες που εσκορπίστε

τώρα πλέον δεν τες πατεί,

και το χερί οπού εφιλήστε

πλέον, α! πλέον δεν ευλογεί.

135.

Όλοι κλαύστε· αποθαμένος

ο αρχηγός της Εκκλησιάς·

κλαύστε, κλαύστε· κρεμασμένος

ωσάν να ’τανε φονιάς.

136.

Έχει ολάνοικτο το στόμα

π’ ώρες πρώτα είχε γευθεί

τ’ Άγιον Αίμα, τ’ Άγιον Σώμα·

λες πως θε να ξαναβγεί

137.

η κατάρα που είχε αφήσει

λίγο πριν να αδικηθεί

εις οποίον δεν πολεμήσει

και ημπορεί να πολεμεί.

138.

Την ακούω, βροντάει, δεν παύει

εις το πέλαγο, εις τη γη,

και μουγκρίζοντας ανάβει

την αιώνιαν αστραπή.

139.

Η καρδιά συχνοσπαράζει…

Πλην τί βλέπω; Σοβαρά

να σωπάσω με προστάζει

με το δάκτυλο η θεά.

140.

Κοιτάει γύρω εις την Ευρώπη

τρεις φορές μ’ ανησυχιά·

προσηλώνεται κατόπι

στην Ελλάδα, και αρχινά:

141.

«Παλικάρια μου! οι πολέμοι

για σας όλοι είναι χαρά,

και το γόνα σας δεν τρέμει

στους κινδύνους εμπροστά.

142.

»Απ’ εσάς απομακραίνει

κάθε δύναμη εχθρική·

αλλά ανίκητη μια μένει

που τες δάφνες σάς μαδεί·

143.

»Μία, που όταν ωσάν λύκοι

ξαναρχόστενε ζεστοί,

κουρασμένοι από τη νίκη,

αχ! τον νουν σάς τυραννεί.

144.

»Η Διχόνοια που βαστάει

ένα σκήπτρο η δολερή·

καθενός χαμογελάει,

πάρ’ το, λέγοντας, και συ.

145.

»Κειο το σκήπτρο που σας δείχνει

έχει αλήθεια ωραία θωριά·

μην το πιάστε, γιατί ρίχνει

εισέ δάκρυα θλιβερά.

146.

»Από στόμα οπού φθονάει,

παλικάρια, ας μην ’πωθεί,

πως το χέρι σας κτυπάει

του αδελφού την κεφαλή.

147.

»Μην ειπούν στο στοχασμό τους

τα ξένα έθνη αληθινά:

Εάν μισούνται ανάμεσό τους

δεν τους πρέπει ελευθεριά.

148.

»Τέτοια αφήστενε φροντίδα·

όλο το αίμα οπού χυθεί

για θρησκεία και για πατρίδα

όμοιαν έχει την τιμή.

149.

»Στο αίμα αυτό, που δεν πονείτε

για πατρίδα, για θρησκειά,

σας ορκίζω, αγκαλιασθείτε

σαν αδέλφια γκαρδιακά.

Η Ελλάς ευγνωμονούσα, Θεόδωρος Βρυζάκης (1858)

150.

»Πόσον λείπει, στοχασθείτε,

πόσο ακόμη να παρθεί·

πάντα η νίκη, αν ενωθείτε,

πάντα εσάς θ’ ακολουθεί.

151.

»Ω ακουσμένοι εις την ανδρεία!…

Καταστήστε ένα σταυρό,

και φωνάξετε με μία:

Βασιλείς, κοιτάξτ’ εδώ.

152.

»Το σημείον που προσκυνάτε

είναι τούτο, και γι’ αυτό

ματωμένους μάς κοιτάτε

στον αγώνα το σκληρό.

153.

»Ακατάπαυστα το βρίζουν

τα σκυλιά και το πατούν

και τα τέκνα του αφανίζουν

και την πίστη αναγελούν.

154.

»Εξ αιτιάς του εσπάρθη, εχάθη,

αίμα αθώο χριστιανικό,

που φωνάζει από τα βάθη

της νυκτός: Να ’κδικηθώ.

155.

»Δεν ακούτε, εσείς εικόνες

του Θεού, τέτοια φωνή;

Τώρα επέρασαν αιώνες

και δεν έπαυσε στιγμή.

156.

»Δεν ακούτε; Εις κάθε μέρος

σαν του Αβέλ καταβοά

δεν είν’ φύσημα του αέρος

που σφυρίζει εις τα μαλλιά.

157.

»Τί θα κάμετε; Θ’ αφήστε

να αποκτήσομεν εμείς

Λευθερίαν, ή θα την λύστε

εξ αιτίας Πολιτικής;

158.

»Τούτο ανίσως μελετάτε,

ιδού, εμπρός σας τον Σταυρό·

Βασιλείς! ελάτε, ελάτε,

και κτυπήσετε κι εδώ»

Μια ομάδα ανθρώπων με κοινή αισθητική, πολλές ανησυχίες, ποικιλία απόψεων και λάτρεις του lifestyle! • • ҉ • • Design your life! • • ҉ • • Enjoy every moment! • • ҉ • • Discover our world!