Πρόσωπα
Έρη Ρίτσου: Ο νεκρός δολοφονήθηκε
Η Έρη Ρίτσου γεννήθηκε το 1955 στο Βαθύ και μεγάλωσε στο Καρλόβασι της Σάμου. Κόρη της γιατρού Γαρυφαλιώς Γεωργιάδου – Ρίτσου και του ποιητή Γιάννη Ρίτσου. Σπούδασε αγγλική φιλολογία. Ζει στην Αθήνα και εργάζεται στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος… Έχει μια κόρη, τη Λητώ, και πολλούς καλούς φίλους.
Ποια ήταν η αφορμή για να γραφεί το μυθιστόρημα «Ο νεκρός δολοφονήθηκε»;
Ιδέα δεν έχω. Είχα ξεμείνει από λεφτά, δεν είχα ν’ αγοράσω βιβλία να διαβάσω, είχα ξαναδιαβάσει κάποια απ’ τα υπάρχοντα, δεν έχω τηλεόραση στη Σάμο, όπου μένω, δεν είχα ούτε Internet την εποχή εκείνη και δεν είχα πώς να περάσω τα βράδια μου. Τώρα αν αυτό είναι αφορμή, δεν ξέρω. Αιτίες πάντως υπάρχουν πολλές.
Ο τίτλος που διαλέξατε είναι συμβολικός ή προσδιορίζει κάποιο πρόσωπο;
Ο τίτλος έχει άμεση σχέση με την ιστορία και υπαγορεύτηκε από αυτήν.
Στο μυθιστόρημα κύριο πρόσωπο είναι η αστυνομικός Μαρία Γεωργίου. Αυτός ο χαρακτήρας έχει κάποια στοιχεία από άλλους ήρωες αστυνομικών μυθιστορημάτων ή είναι δική σας επινόηση;
Υποθέτω πως όλοι οι χαρακτήρες ηρώων έχουν κάποια στοιχεία από άλλους χαρακτήρες ηρώων, όπως και όλοι μας ως χαρακτήρες έχουμε κάποια κοινά στοιχεία με τους συνανθρώπους μας, αλλά στην προκειμένη περίπτωση δεν είχα κανέναν άλλο συγκεκριμένο χαρακτήρα στο μυαλό μου. Η Μαρία Γεωργίου «μου βγήκε» έτσι.
Η νεαρή αστυνομικός επιστρέφει στη Σάμο, όπου ο κόσμος υποφέρει από τη βαρυχειμωνιά της εποχής του Μνημονίου. Υπάρχει ελπίδα να αλλάξει αυτή η άσχημη οικονομική κατάσταση που βιώνει η χώρα μας;
Η νεαρή αστυνομικός επιστρέφει στο νησί καταγωγής της, που μπορεί να είναι η Σάμος, και πολύ λογικά βεβαίως μια που εγώ τη Σάμο γνωρίζω. Η «βαρυχειμωνιά» της κρίσης έχει σκεπάσει πια όλη την Επικράτεια και εγώ προσωπικά δεν βλέπω να υπάρχει ελπίδα να αλλάξει αυτή η άσχημη οικονομική (και όχι μόνο) κατάσταση, όσο αποδεχόμαστε αδιαμαρτύρητα τη μοίρα μας.
Συνήθως στις αστυνομικές ιστορίες υπάρχει το πρόσωπο της μοιραίας γυναίκας. Στο δικό σας μυθιστόρημα, όμως, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Γιατί διαλέξατε αυτή την πλοκή;
Μπα, στις μέρες μας είναι πια ελάχιστα τα αστυνομικά όπου βρίσκει κανείς «μοιραίες γυναίκες». Έτσι κι αλλιώς το ενδιαφέρον στα σύγχρονα αστυνομικά μυθιστορήματα έχει μετατοπιστεί από την απλή λύση του μυστηρίου, μέσα από μια εξαιρετικά ευρηματική νοητική διαδικασία, σε έναν συνδυασμό της ανεύρεσης του δολοφόνου ή των δολοφόνων με ένα σωρό άλλα θέματα που θίγονται πια στην αστυνομική λογοτεχνία, θέματα κοινωνικά, πολιτικά, ψυχολογικά. Στη δική μου περίπτωση με ενδιέφερε εξαιρετικά ο κοινωνικός περίγυρος και η πολιτική κατάσταση, όπως διαμορφώθηκε μετά τις εκλογές της 20ής Σεπτέμβρη 2015, που είναι και η χρονική περίοδος στην οποία αναφέρεται η ιστορία μου. Έτσι, αυτά ακριβώς τα θέματα, το ασφαλιστικό, οι μειώσεις των συντάξεων, το φευγιό των νέων στο εξωτερικό για να βρουν δουλειά, οι πρόσφυγες, η άνοδος του φασισμού, υπάρχουν ως φόντο στον αστυνομικό μου μύθο.
Η περίπτωση του Γρηγόρη Καθολάκη φέρνει στη μνήμη την ιστορία του τόπου μας. Αλήθεια, συνδέονται σήμερα οι άνθρωποι με γεγονότα του παρελθόντος;
Δεν μπορώ να μιλήσω για τους πολύ νέους, αλλά οι άνθρωποι της δικής μου και της επόμενης γενιάς συνδέονται με τα γεγονότα της Κατοχής και του Εμφύλιου, γιατί το παρελθόν αυτό δεν είναι γενικώς και αορίστως «ιστορία», είναι η ιστορία η οικογενειακή των πατεράδων και των παππούδων μας που τη βιώσαμε μέσα από προσωπικές αφηγήσεις και όχι διαβάζοντας βιβλία ιστορίας. Ιδιαίτερα σε έναν μικρό τόπο, οι άνθρωποι, τα ονόματά τους και οι πράξεις τους, ακόμα και αυτές που έγιναν πριν από εβδομήντα χρόνια, είναι «τρέχουσα» ιστορία.
Η δολοφονία του θύματος οφείλεται σε άγνωστους λόγους. Όλοι όμως οι ύποπτοι έχουν κάτι εναντίον του θύματος. Αυτό είναι και η πηγή του κακού;
Πραγματικά, η αστυνομικός Μαρία Γεωργίου βρίσκεται μπροστά στο πτώμα ενός άντρα, τον οποίον πολλοί θα ήθελαν να δουν νεκρό και ακόμα περισσότεροι αντιπαθούν σφόδρα. Καθηγητής Λυκείου που παρενοχλεί σεξουαλικά τις μαθήτριές του και φασίστας, είναι λογικό να έχει πολλούς εχθρούς και η αναζήτηση του ενόχου να γίνει μεταξύ αυτών των εχθρών. Φαινομενικά είναι μια εύκολη υπόθεση. Όμως, όπως και στη ζωή, έτσι, και πολύ περισσότερο, στην αστυνομική λογοτεχνία τίποτα δεν είναι εύκολο και συνήθως αυτό που φαντάζει ως οφθαλμοφανές είναι αυτό που σπάνια συμβαίνει – για να μην πω ποτέ. Όσο για την πηγή του κακού, στη συγκεκριμένη ιστορία δεν ξέρω ποιο είναι το κακό, γι’ αυτό και δεν το ορίζω. Η απονομή δικαιοσύνης μπορεί πολλές φορές να γίνει με περίεργους τρόπους και να μας εκπλήξει.
Εκβιασμοί, υπόγεια παιχνίδια, απάτες. Όλα αυτά συνυπάρχουν καθημερινά στη ζωή ή ανήκουν στη σφαίρα της φαντασίας;
Σε ό,τι αφορά όλα τούτα, η φαντασία υπολείπεται πολύ της πραγματικότητας.
Θεωρείτε ότι οι συγγραφείς «πρέπει» να εκφράζουν τη γνώμη τους για σοβαρά κοινωνικά προβλήματα;
Το τι πρέπει και τι δεν πρέπει είναι θέμα τού πώς αντιλαμβάνεται κανείς τα πράγματα, αλλά νομίζω πως δεν είναι δυνατόν να μην το κάνουν, είτε ηθελημένα είτε ασυνείδητα, μια που είναι μέλη αυτής της κοινωνίας και μοιράζονται την τύχη όλων.
Γράφετε στο βιογραφικό σας ότι μοιράζετε τον χρόνο σας μεταξύ Σάμου και Αθήνας. Τις σας γοητεύει από τα δυο αυτά μέρη που ζείτε;
Τώρα πια δεν τον μοιράζω. Είναι παλιό το βιογραφικό. Εδώ και δυο χρόνια είμαι μόνιμος κάτοικος Καρλοβάσου. Ήταν πάντα αυτό που ήθελα να κάνω, να γυρίσω δηλαδή στον τόπο μου. Έτσι, όλα τα χρόνια που έζησα στην Αθήνα, δεν αφέθηκα να δεθώ με την πόλη. Στην πραγματικότητα υπήρξα πάντα ένας επισκέπτης επαρχιώτης. Το μόνο που ξέρω από Αθήνα είναι οι δρόμοι που ξεκινούν απ’ την Ομόνοια και οι δρόμοι που ξεκινούν απ’ το Σύνταγμα. Μου λείπουν βέβαια οι εκδηλώσεις και τα θέατρα της Αθήνας, αλλά στη Σάμο η ζωή έχει πιο «ανθρώπινες» διαστάσεις και επίσης αισθάνεται κανείς πως μπορεί να είναι πιο χρήσιμος στους γύρω του.
Κάνετε παρέα με άλλους συγγραφείς;
Εγώ δεν είμαι συγγραφέας. Είμαι συνταξιούχος τραπεζικός με χόμπι. Και αυτό δεν το λέω για ν’ αποφύγω την όποια κριτική. Από τη στιγμή που δημοσιεύεις κάτι, αυτό το κάτι υπόκειται σε κριτική. Το λέω γιατί, κατά την άποψή μου, δεν πληρώ τις προϋποθέσεις που κάνουν κάποιον συγγραφέα. Το γράψιμο, δηλαδή, δεν μου είναι απαραίτητο ως τρόπος έκφρασης, που σημαίνει πως και να μην ξαναγράψω μια γραμμή στη ζωή μου δεν θα μου λείψει και επιπλέον δεν δίνω καμιά σημασία στο όργανο δουλειάς του συγγραφέα, στη γλώσσα, δηλαδή. Ο γραπτός μου λόγος δεν διαφέρει απ’ τον προφορικό, δεν ξαναδιαβάζω ποτέ αυτά που έχω γράψει, δεν διορθώνω, δεν σκίζω, δεν ψάχνω να βρω ποια λέξη είναι η πιο κατάλληλη για να εκφράσει αυτό που έχω στο μυαλό μου. Όλα αυτά είναι δείγματα ερασιτεχνισμού και σε αυτό μένω. Αν αυτό που έχω γράψει αρέσει στον εκδοτικό οίκο και το βγάλει, ωραιότατα. Αν αρέσει και στους αναγνώστες, τέλεια. Αλλά μέχρι εκεί. Έτσι, παρέα κάνω με τους συναδέλφους μου τραπεζικούς, όποτε μπορώ να τους συναντήσω, φυσικά, μια που βρίσκομαι μακριά απ’ την Αθήνα.
Ποια εποχή σάς εμπνέει περισσότερο για να γράφετε;
Πριν κάποια χρόνια μου ήταν αδύνατο να γράψω για το παρόν. Μου φαινόταν πολύ μαύρο και προτιμούσα να πηγαίνω πίσω στη δεκαετία του ’50 και του ’60, όπου ως παιδάκι εγώ τότε δεν είχα βιώσει τη δική τους μαυρίλα, ή και στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Τώρα πια, όμως, βλέποντας πως το μαύρο μπορεί να γίνει κατάμαυρο, το θεώρησα κάπως σαν υποχρέωση να ασχοληθώ με το τώρα, μια που μπροστά μας έχουμε ακόμα πυκνότερα σκοτάδια και δεν έχει νόημα να βάζω το κεφάλι μου στην άμμο.
Θα σας ενδιέφερε να εκδώσετε κάποιο μυθιστόρημά σας μόνο σε ψηφιακή μορφή; Διαβάζετε μυθιστορήματα σε ψηφιακή μορφή;
Όχι. Ούτε με ενδιαφέρει, ούτε διαβάζω. Στην ηλικία μου, μένω σε αυτά που έχω μάθει να μου αρέσουν και ως γέρος σκύλος δεν μαθαίνω νέα κόλπα.
Ποια αστυνομικά μυθιστορήματα θα μας προτείνατε να διαβάσουμε;
Δεν θέλω να προτείνω κανένα, αν και έχω διαβάσει πολλά καλά τώρα τελευταία. Φοβάμαι όμως πως αν προτείνω κάποια θα αδικήσω άλλα και δεν θα το ήθελα. Για να κάνουν τέτοιες προτάσεις, άλλωστε, υπάρχουν οι κριτικοί λογοτεχνίας και φυσικά οι βιβλιοπώλες και οι φίλοι μας που ξέρουν τα γούστα μας.
Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης / Διάστιχο
Κάντε like στη σελίδα μας στο Facebook για να μαθαίνετε όλα τα νέα και τις δημοσιεύσεις μας!