Πρόσωπα
Λήδα Βαρδινογιάννη: η εξιστόρηση μιας μυθιστορηματικής ζωής, μέσα από χαρές και λύπες.
Πριν από 86 χρόνια, σε μία έπαυλη στο Ελληνικό, η Ειρήνη Κατακουζηνού, το γένος Κουτλίδη, γεννάει το πρώτο της παιδί, τη Λήδα Κατακουζηνού. H οικογένεια είχε ρίζες από τη Μυτιλήνη. Αφού διέπρεψε στη Σμύρνη όπου ασχολήθηκε με το εμπόριο ξυλείας, επέστρεψε στην Ελλάδα το 1922. Όλα έδειχναν ότι οι περιπέτειες είχαν τελειώσει και ότι η μικρή θα είχε μια εύκολη ζωή. Δεν είχε. Μερικούς μήνες μετά, έμελλε να στερηθεί… τη μητέρα της. Ένας επιθετικός καρκίνος άφησε τη μικρή Λήδα ορφανή από μάνα. Ο πατέρας της, Ιωάννης Κατακουζηνός, ανέλαβε να παίξει διπλό ρόλο, να γίνει πατέρας και μάνα μαζί. Το πρωί στην εισαγωγική εταιρεία ξυλείας και το βράδυ στο σπίτι, γνώριζε στη μοναχοκόρη του τον κόσμο. Δεν ξαναπαντρεύτηκε ποτέ. Η Λήδα μεγάλωσε με γερμανίδα γκουβερνάντα και με οικογενειακή θαλπωρή. Η θεία της, αδελφή του πατέρα της που πήγε να ζήσει μαζί τους, δε φειδόταν τρυφερότητας.
Από το Ελληνικό στο Κολωνάκι
Ήταν όμορφη η μικρή, έξυπνη, αλλά και φιλάσθενη. Στην αρχή του πολέμου ο πατέρας της προτίμησε να εγκαταλείψουν το Ελληνικό και να μετακομίσουν στο πιο ασφαλές Κολωνάκι. Άλλωστε το Αμερικανικό Κολλέγιο στο Ελληνικό, όπου φοιτούσε, χρησιμοποιήθηκε ως στρατιωτικό νοσοκομείο και προσωρινά στεγαζόταν στην Αθήνα, στην οδό Μαυρομιχάλη. Όταν τελείωσε ο πόλεμος και ήρθε και η ημέρα της αποφοίτησης, η Λήδα Κατακουζηνού ακολούθησε τη γνωστή προδιαγεγραμμένη πορεία όλων των κοριτσιών καλών οικογενειών: Ετοίμασε τις βαλίτσες της και μετανάστευσε επί μία πενταετία στην Ελβετία για σπουδές. Εκεί τελειοποίησε τα γερμανικά και τα αγγλικά της, σπούδασε τη γαλλική γλώσσα και ήρθε σε επαφή με την υψηλή κοινωνία. Μετά το τέλος των σπουδών, επέστρεψε στην Ελλάδα, αλλά λίγα χρόνια αργότερα η εύθραυστη υγεία της κλονίστηκε και την υποχρέωσε και πάλι να μεταναστεύσει. Έπασχε από φυματίωση και αναζήτησε θεραπεία σε σανατόρια της Ελβετίας και της Αυστρίας όπου παρέμεινε για τρία χρόνια.
Η ώρα του γάμου
Η ασθένεια είχε ως αποτέλεσμα την καθυστέρηση της «αποκατάστασής» της. Άργησε να παντρευτεί: Στα 35 της δεν κατάφερνε να κλείσει τα αφτιά της στους ψιθύρους που ήθελαν την όμορφη κορασίδα να μένει στο «ράφι» – μην ξεχνάμε πως είμαστε στη δεκαετία του 1960. Τελικά το κορίτσι, απόγονος ιστορικής και πλούσιας αθηναϊκής οικογένειας με βυζαντινή καταγωγή, διέψευσε τις προσδοκίες και νυμφεύθηκε τον Παύλο Βαρδινογιάννη, τέσσερα χρόνια μεγαλύτερό της, βουλευτή Ρεθύμνου και υπουργό άνευ χαρτοφυλακίου, αναπληρωτή υπουργό Προεδρίας και αργότερα υπουργό Πολιτισμού της κυβερνήσεως Γεωργίου Παπανδρέου. Ήταν ένας πλούσιος γαμπρός; «Εκείνα τα χρόνια οι Βαρδινογιάννηδες δεν είχαν λεφτά, αργότερα δημιούργησαν τις επιχειρήσεις. Αντιθέτως, η δική μου οικογένεια είχε χρήματα, αλλά αυτό εμένα δε με ενοχλούσε!» λέει η ίδια.
Ο γάμος έγινε στις 26 Σεπτεμβρίου του 1964, καθώς είχε κανονιστεί να μη συμπέσει με το γάμο του πρίγκιπα Κωνσταντίνου με την Άννα Μαρία, που είχε τελεστεί μεγαλοπρεπώς μία εβδομάδα νωρίτερα. Κουμπάρος ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου. Ένα χρόνο μετά, οι δύο κουμπάροι κατηγορήθηκαν για την υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ (προσπάθεια δημιουργίας μέσα στο στρατό οργάνωσης αντιδεξιών αξιωματικών).
Η ίδια η Λήδα Βαρδινογιάννη, καθισμένη στο σαλόνι της, διηγείται: «Εκείνα τα χρόνια είχαμε βασιλεία και ο άνδρας μου διατηρούσε καλή σχέση με το παλάτι. Μάλιστα, συνήθιζε να μιλάει με τη Φρειδερίκη γερμανικά και εγώ τον μάλωνα. Ασφαλώς και μπορούσα να συμμετέχω στη συζήτηση, γνώριζα και εγώ πολύ καλά γερμανικά, αλλά δε θεωρούσα ότι αρέσει στους γύρω. Μην ξεχνάτε πως μετά τον πόλεμο οι Έλληνες αντιπαθούσαν οτιδήποτε γερμανικό, γι’ αυτό προσπαθούσα να τον αποτρέψω από αυτήν τη συνήθεια. Γενικά, πάντως, προσπαθούσα να μην ανακατεύομαι στα πολιτικά».
Την περίοδο της χούντας μετακόμισαν στο Παρίσι. «Ο άνδρας μου είχε πολύ καλή σχέση με τον Καραμανλή παρότι δεν ήταν οπαδός του. Πήγαινε συχνά και τον έβλεπε. Εγώ έκανα παρέα με την Αμαλία (σ.σ.: Μεγαπάνου), πηγαίναμε και τρώγαμε τα μεσημέρια. Προσπαθούσε να μάθει γαλλικά και εγώ τη βοηθούσα».
Η τέχνη στο σπίτι της οδού Λουκιανού
«Το σπίτι της Λουκιανού αγοράστηκε μόλις επέστρεψα από την Ελβετία, για να γίνει το μελλοντικό μου σπίτι» θυμάται η ίδια. «Τελειώνοντας τις σπουδές, είχα την επιθυμία να εργαστώ αλλά ο πατέρας μου δε μου το επέτρεψε – ούτε καν στην οικογενειακή μας επιχείρηση – και αυτό παρότι όταν ήμουν στη Λωζάννη τον είχα πείσει να κάνω σπουδές ενός χρόνου στα Εμπορικά. Άλλα ήθη, άλλες εποχές. Υπήρχε διαφορετική νοοτροπία για τα κορίτσια».
Έτσι, και εκείνη στράφηκε προς την τέχνη. Καθόλου τυχαία. Υπήρχε μια οικογενειακή παράδοση η οποία δεν την άφησε ανεπηρέαστη. Ο θείος της, Ευριπίδης Κουτλίδης, ο σημαντικότερος συλλέκτης έργων ελλήνων ζωγράφων του 19ου αιώνα (κληροδότησε τη συλλογή του από 1.419 έργα στην Εθνική Πινακοθήκη), δεν είχε παιδιά και η Λήδα ήταν η αγαπημένη του ανιψιά, που μπαινόβγαινε στο πλημμυρισμένο από τέχνη σπίτι του -στη συμβολή των οδών Βασιλίσσης Σοφίας και Νεοφύτου Βάμβα-, εκεί όπου σήμερα στεγάζεται το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης. Ήταν και ο θείος της, από την πλευρά του πατέρα της, ο ψυχίατρος Άγγελος Κατακουζηνός, το σπίτι του οποίου ήταν ένα από τα σημαντικότερα φιλολογικά σαλόνια των Αθηνών, που της γνώρισε τη «γενιά του ’30». Την τραπεζαρία του δικού του σπιτιού την είχε ζωγραφίσει ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, ενώ η Λήδα για το σπίτι της στο Κολωνάκι επέλεξε ένα μαθητή του Γκίκα, τον νεαρό, άγνωστο τότε, ζωγράφο Παναγιώτη Τέτση που φιλοτέχνησε μια γκουάς, η οποία έως σήμερα παραμένει σε άριστη κατάσταση και φέρει την υπογραφή του.
Από τον Τσαρούχη στον Γκίκα
Την ίδια εποχή, η 25χρονη Λήδα Κατακουζηνού σπουδάζει στη Σχολή Βακαλό, λαμβάνει ιδιωτικά μαθήματα ζωγραφικής δίπλα στον Ορέστη Κανέλλη και επιπλώνει το μελλοντικό της σπίτι. Προσλαμβάνει τον Γαβαλά, κοσμοπολίτη ντεκορατέρ της εποχής, ο οποίος εργαζόταν στον Σαρίδη, για να επιμεληθεί τη διακόσμηση. Επί της ουσίας, όμως, του ζητούσε να ακολουθήσει τις διεθνείς τάσεις της εποχής, που, μεταξύ άλλων, πρόσταζαν πολλές συλλογές από πορσελάνες. Για παράδειγμα, οι πορσελάνινοι παπαγάλοι Capodimonte συναντιούνται την ίδια εποχή τόσο σε παλάτσο της Βενετίας όσο και σε αστικά σαλόνια της Νέας Υόρκης. Μία αντίστοιχη συλλογή φιγουράρει και στο χολ της κυρίας Λόλας Ζολώτα, επί της Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Το σπίτι της οδού Λουκιανού με τα τρία σαλόνια και την τραπεζαρία είχε φτιαχτεί για να υποδέχεται κόσμο.
Όμως αυτό που δίνει τον τόνο δεν είναι η άπλα του χώρου, οι πορσελάνες ή τα έπιπλα αντίκες και τα αριστοτεχνικά συνδυασμένα χαλιά, πολλά από τα οποία της κληροδότησε ο θείος Κουτλίδης, αλλά η τέχνη. Μία συλλογή ζωγραφικών και χαρακτικών έργων η οποία είχε αφετηρία έναν εξαιρετικό Βολανάκη που της χάρισε ο θείος της και εξελίχθηκε με ζωγράφους της γενιάς του ’30: Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα, Γιάννη Τσαρούχη, Ορέστη Κανέλλη, Σπύρο Βασιλείου, Δημήτρη Γαλάνη, φτάνοντας έως τη δεκαετία του ’70 και τον Γιώργο Μαυροΐδη, τον Γαΐτη, τη Βάσω Κατράκη αλλά και προγενέστερα έργα του Θεόφιλου και της Επτανησιακής Σχολής.
Κατά τη διάρκεια της επταετίας και της διαμονής του ζεύγους Βαρδινογιάννη στο Παρίσι, προσέθεσε στη συλλογή της ιμπρεσιονιστικά έργα: χαρακτικά των Ματίς, Σαγκάλ, Μπρακ, Μιρό, Πικάσο, Ερνστ, Μπερνάρντ Μπουφέ.
Η συλλογή μπορεί να μην έχει συνοχή, προέκυψε ωστόσο μέσα από την πορεία μιας ολόκληρης ζωής, γι’ αυτό και η πρόσφατη παρουσίασή της στο Μουσείο Μπενάκη, στο Κτίριο Πινακοθήκης Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα, που είχε τον τίτλο «Στο σπίτι της Λήδας Βαρδινογιάννη», πλαισιώνεται με αστικά έπιπλα και πορσελάνες του 19ου και 20ού αιώνα με προέλευση τη Γαλλία και την Ιταλία, τα οποία διακοσμούσαν την κατοικία των δέκα δωματίων στο Ελληνικό και πλέον έχουν δωριστεί στο Μουσείο Μπενάκη.
Η ζωή των ζωγράφων
Καθισμένη στο σαλόνι της, πίνοντας καφέ, θυμάται ιστορίες από τη ζωή των ζωγράφων: «Ο Γκίκας, ξέρετε, ήταν γιος ναυάρχου. Η πρώτη του γυναίκα, η Τίγκη (σ.σ.: Αντιγόνη Κοτζιά), ήταν πολύ μεγαλύτερή του, καλλιτέχνις και φιλενάδα του πατέρα του, γι’ αυτό και τον αποκλήρωσε. Δεν τον πείραξε όμως τον Γκίκα, διότι έβγαζε αρκετά χρήματα από την τέχνη του. Αργότερα παντρεύτηκε τη σνομπ Μπάρμπαρα, η οποία μόλις είχε διαζευχθεί από τον εκατομμυριούχο τραπεζίτη Ρότσιλντ. Ο Τσαρούχης, που ήταν δηκτικός, έλεγε: “Ο Νικολάκης χώρισε τη γιαγιά του για να παντρευτεί τη μαμά του”. Ο Γκίκας την αγαπούσε την Μπάρμπαρα και μάλιστα το σπίτι του στην Κέρκυρα το άφησε στον γιο της τον Ρότσιλντ».
«Τον Τσαρούχη τον γνώρισα στο σπίτι του θείου μου, αλλά τους “Μοβ Κρίνους” τους αγόρασα όταν πήγα στο ατελιέ του με τη Μαρίνα Καρέλλα, η οποία μάθαινε δίπλα του σκηνογραφία». Και συνεχίζει: «Οι Βασιλείου ήταν πολύ συμπαθητικό ζευγάρι. Ο μπαρμπα-Σπύρος μάς καλούσε και πηγαίναμε κάθε χρόνο στο σπίτι του για κούλουμα. Ο πίνακας που έχω είναι μια Καθαρά Δευτέρα όπως τη ζωγράφισε από το σπίτι του στην Ακρόπολη». «Στον Κανέλλη έκανα μαθήματα ζωγραφικής, τότε είχε ζωγραφίσει το πορτρέτο μου, που τελικά συμφώνησε ο πατέρας μου και το αγοράσαμε».
«Εσύ στην πολιτική, εγώ στις δουλειές»
«Όταν πέθανε ο πατέρας μου, το ’79, ανέλαβα την οικογενειακή επιχείρηση. Είχε πεθάνει και ο θείος Ευριπίδης (συνέταιροι με τον πατέρα μου), οπότε η εταιρεία ξυλείας πέρασε στα χέρια μου. Στην αρχή βοηθούσε και ο άνδρας μου, αλλά δεν μου άρεσε αυτό. Μετά συνέχισα μόνη μου “εσύ στην πολιτική, εγώ στις δουλειές” του έλεγα. Ήταν κάτι που το επιθυμούσα από μικρή και πλέον στα 50 μου γινόταν πραγματικότητα. Και ευτυχώς (σ.σ.: χτυπάει ξύλο) τα πήγα πολύ καλά. Αλλά και αργότερα, μετά τον θάνατο του άνδρα μου, όταν πούλησα την εταιρεία, έκανα πολύ καλές τοποθετήσεις που μου επιτρέπουν σήμερα να ζω. Είχα εμπορικό ένστικτο» λέει.
Σήμερα ζει ανάμεσα στην τέχνη που επέλεξε, στηρίζοντας οικονομικά το Μουσείο Μπενάκη και κάποιους φιλανθρωπικούς οργανισμούς. «Δεν έχω οικογένεια, οπότε έχω επικεντρώσει το ενδιαφέρον μου στα φιλανθρωπικά ιδρύματα. Όσο μπορώ, βοηθάω. Είμαι καλά στην υγεία μου (σ.σ.: χτυπάει ξύλο), αλλά ξέρετε ποιο είναι το πρόβλημα των ανθρώπων της ηλικίας μου; Η μοναξιά. Μου λείπει η συντροφιά. Οι περισσότεροι από τους φίλους μου έχουν πεθάνει και από αυτούς που έχουν απομείνει οι μισοί έχουν Αλτσχάιμερ. Ευτυχώς που γνωρίζω ξένες γλώσσες και έχω πολλά κανάλια να παρακολουθώ στην τηλεόραση».
Η Λήδα Βαρδινογιάννη καθισμένη στο δεύτερο σαλόνι της, δίπλα στους παπαγάλους Capodimonte που τη δεκαετία του ’60 συνηθίζονταν στα αστικά σαλόνια της Ευρώπης και της Αμερικής. Στον τοίχο, «Η μουριά», ελαιογραφία της πρώτης περιόδου του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα (1939)
Πηγή: BHmagazino
Κάντε like στη σελίδα μας στο Facebook για να μαθαίνετε όλα τα νέα και τις δημοσιεύσεις μας!