Ιστορία

1821: Η παραδοσιακή ελληνική φορεσιά την εποχή της επανάστασης

Συντάκτης  | 

1821 “Αποχαιρετισμός στο Σούνιο” του Θεόδωρου Βρυζάκη

Με αφορμή την συμπλήρωση 200+ χρόνων από την έναρξη της επανάστασης του 1821, θεωρήσαμε σημαντικό να ρίξουμε μια ιστορική ματιά στο παρελθόν. Εστιάζοντας όμως στα κομμάτια της παραδοσιακής ελληνικής φορεσιάς της περιόδου της επανάστασης.

Από την Σταυρούλα Λορίδα και τον Γιώργο Ιακώβου

Πρώτα όμως ας κάνουμε μια σύντομη ιστορική αναδρομή …

Η επέκταση των Οθωμανών στην Βαλκανική χερσόνησο

Η επέκταση των Οθωμανών στην Βαλκανική χερσόνησο, με την επικράτηση τους αρχικά στην Β. Ελλάδα και την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης το 1453, έθεσαν πρακτικά τα θεμέλια για την παραμονή τους στην περιοχή τα επόμενα 500 σχεδόν χρόνια.

Η κυρίως η Ελλάδα λοιπόν, όπως και τα υπόλοιπα Βαλκανικά εδάφη όπου κυριαρχεί το Χριστιανικό Ορθόδοξο στοιχείο, εντάσσονται στην περιφέρεια “Rum Millet” της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η οποία βεβαίως παίρνει το όνομα της από τον όρο “Ρωμιοί”, που χρησιμοποιούσαν οι Ελληνόφωνες κάτοικοι για να αυτοχαρακτηριστούν.

Οι ήδη υπάρχουσες Βυζαντινές-Ελληνικές τάσεις στην ένδυση, εξελίσσονται άμεσα επηρεασμένες από τις νέες συνθήκες. Το Ελληνικό στοιχείο υιοθετεί φορεσιές ικανές να συμπληρώνουν τον καθημερινό τους αγώνα επιβίωσης στο νέο καθεστώς. Κάθε τόπος σταδιακά διαφοροποιεί την φορεσιά του από τον άλλον. Προσφέροντας έτσι την δυνατότητα στον καθένα να αναγνωρίσει τον τόπο καταγωγής κάποιου από την ενδυμασία, με κάποιον βαθμό βεβαιότητας.

Τα βασικά μέρη της ελληνικής φορεσιάς

Ο πρώτος-και πλέον δημοφιλέστερος- τύπος σχετίζεται με την χρήση της φουστανέλας ή παραγόντων της. Επικρατεί (σε σημαντικό βαθμό) τόσο στην Ήπειρο, όσο και στην ορεινή Πελοπόννησο και την Στερεά Ελλάδα.

Όσον αφορά τον γενικό πληθυσμό, η Πελοπόννησος προτιμούσε την φουστανέλα μακριά και όχι πολύ πυκνή. Ενώ στην Στερεά Ελλάδα συνήθως υιοθετούνταν η κοντή με αρκετές δίπλες, αποδεικνύοντας έτσι έναν βαθμό διαφοροποίησης.

Δεν πρέπει να μας διαφεύγει πως, ακόμα και αν αποτελεί ένδυμα, η φουστανέλα υπηρετούσε και πρακτικές ανάγκες. Με τα “παλληκάρια” ιδιαίτερα, να την χρησιμοποιούν ώστε να πλύνουν το πρόσωπο τους, τα άρματα τους, και τα υπόλοιπα μέρη του σώματος τους. Αλλά και καλύπτοντας τα όπλα τους ενάντια στις Οθωμανικές αρχές, ιδιαίτερα τα μαχαίρια.

Έτσι, οι νεότεροι σε ηλικία όπως και οι κλεφταρματωλοί συνήθως προτιμούσαν μια “κοντού” τύπου φουστανέλα, ως τους μηρούς και με λιγότερες δίπλες. Έτσι, ώστε να είναι σε θέση να κινούνται με την περισσότερη δυνατή άνεση κατά την διάρκεια κυνηγιού και πολεμικών συγκρούσεων.

Είναι λοιπόν ασφαλές το συμπέρασμα πως η φουστανέλα αποτελούσε αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινής ζωής των κατοίκων της Ηπειρωτικής Ελλάδας, και ήταν επόμενο να απομνημονευθεί ως σύμβολο της Επανάστασης και του Ελληνισμού.

Στην απομνημόνευση αυτή, στην συλλογική μνήμη, σίγουρα έπαιξε σημαντικό ρόλο και η έλευση του Όθωνα στο νεοσύστατο Ελληνικό κράτος.

Πίνακας του Θεόδωρου Βρυζάκη

Ο νησιώτικος Ελληνισμός

Ο δεύτερος τύπος σχετίζεται με τον νησιωτικό Ελληνισμό, χαράσσοντας ένα νοητό τόξο από την Κέρκυρα και το Ιόνιο, την Κρήτη, μέχρι και την Κύπρο. Πρόκειται για τους τύπους φορεσιών με κοινό χαρακτηριστικό την γνωστή στην παράδοση βράκα.

Η βράκα κατασκευάζονταν από χοντρό δίμιτο βαμβακερό υφαντό της βούφας. Έραβαν μεγάλο αριθμό κομματιών, για να είναι ευρεία και φουντωτή. Όπως ακριβώς συμβαίνει και με την φουστανέλα, δεν μπορούμε να μιλήσουμε για ύπαρξη συγκεκριμένων τυπικών “κανόνων” ως προς την παρασκευή.

Κάθε τόπος προσάρμοζε την ενδυμασία του στις καθημερινές του ανάγκες. Για παράδειγμα η βράκα δεν ήταν η ίδια σε όλες τις περιοχές της Κύπρου. Στη Μεσαορία η βράκα ήταν πολύ μακριά και συνοδευόταν από παντούφλες (σκάρπες) ή χαμηλά υποδήματα. Ενώ στα ορεινά, ήταν κοντύτερη και συνοδευόταν από ποδίνες.

Η ανάγκη για άνετη και γρήγορη κίνηση σε μεγάλα υψώματα, από τα παλληκάρια των νησιών δηλαδή, έρχεται σε πλήρη αναλογία με τις ίδιες ανάγκες των κλεφταρματωλών και νεότερων φουστανελοφόρων που προαναφέραμε.

Υπήρξε σημαντικό σύμβολο των επαναστατημένων Ελλήνων και λόγω της διάδοσης της και της σχεδόν απόλυτης κυριαρχίας της στον χώρο του Αιγαίου. Αποτέλεσε έτσι την κύρια φορεσιά του πολεμικού ναυτικού του νεοσύστατου ελληνικού κράτους.

Το πάνω μέρος του σώματος

Όσον αφορά τον κορμό, εκείνη την εποχή, φορούσαν εσωτερικά το άσπρο πουκάμισο, όχι όμως με φαρδύ μανίκι όπως τα μεταγενέστερα χρόνια. Πάντα ξεκούμπωτο και ανοιχτό μπροστά στο στήθος, τόσο τον χειμώνα όσο και το καλοκαίρι.

Από πάνω βάζανε το γελέκι, κι πάνω από αυτό τη φέρμελη, η οποία είχε δυο σειρές με μεγάλα κουμπιά κεντημένα με ασημί κλωστή.

Μερικοί, και αργότερα όλοι, αντί για την φέρμελη βάζανε το μεϊντάνι. Η διαφορά τους ήταν στο ότι στη φέρμελη φορούσαν και τα μανίκια. Ενώ στο μεϊντάνι ήταν ψεύτικα, φοδραρισμένα με κόκκινο πανί και ενώνονταν σταυρωτά στην περιοχή της πλάτης.

Τα μεϊντανογίλεκα όπως λέγανε το γελέκι ή το μεϊντάνι, ήταν πάντα κεντημένα με χάρτσια μεταξένια, είτε πολύχρωμα είτε χρυσά κορδόνια.

Το φέσι

Εξίσου σημαντικό ρόλο διαδραμάτιζε και το φέσι, το οποίο θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε ως ένα είδος καπέλου, καθώς αποτελεί τύπο καλύμματος του κεφαλιού.

Το φέσι ήταν ευρέως διαδεδομένο σε όλη την περιοχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τον 20ό αιώνα. Έτσι αποτελεί και κομμάτι της ενδυμασίας των Ελλήνων επαναστατών του ’21 αποκαλώντας το φάριο ή φάρεο.

Βέβαια, στις αραβικές χώρες είναι γνωστό και ως ταρμπούς. Ο παραδοσιακός τύπος του φεσιού έχει κυλινδρικό σχήμα, επίπεδη κορυφή και κόκκινο χρώμα. Συνήθως είναι φτιαγμένο από μαλλί (τσόχα ή κιλίμι), ενώ η ύπαρξη φούντας δεν είναι απαραίτητη.

Βασικό χαρακτηριστικό του φαρίου των σύγχρονων Ευζώνων, είναι ότι στο κέντρο του πλέον έχει το Εθνόσημο, ενώ παλαιότερα υπήρχε η βασιλική κορώνα.

Τα υποδήματα

Αναφορικά με τα υποδήματα, τον πρώτο λόγο είχαν τα τσαρούχια, ως σήμα κατατεθέν της λεβεντιάς. Ήταν ένα είδος δερμάτινου υποδήματος και αποτελεί βασικό κομμάτι της παραδοσιακής ελληνικής φορεσιάς.

Συνήθως τα φορούσαν οι χωρικοί της ηπειρωτικής Ελλάδας αλλά και άλλων ορεινών περιοχών στα Βαλκάνια. Χαρακτηριστικά στοιχεία αποτελούν η μαύρη φούντα στην μύτη τους και τα καρφιά στην σόλα τα οποία αριθμούσαν είτε 60 είτε 120, ανάλογα με το μέγεθος των τσαρουχιών.

Επιλέγονταν κυρίως από τους άνδρες, αλλά η χρήση τους ήταν διαδεδομένη και στον γυναικείο πληθυσμό. Η χρήση τους κατά την διάρκεια της επανάστασης ήταν κυρίως πρακτική και διττή.

Τόσο η μορφή όσο και το σχήμα τους αφενός τους επέτρεπε να κρύβουν μικρά όπλα στις φούντες, αιφνιδιάζοντας έτσι τον εχθρό, και αφετέρου τους προστάτευε από πιθανά κρυοπαγήματα.

Σημαντικό στοιχείο αναφοράς αποτελεί η ετυμολογία της λέξης που έχει τουρκικές ρίζες, καθώς προέρχεται από την τουρκική λέξη “τσαρίκ”.

Το πανωφόρι 

Τέλος, το τελευταίο κομμάτι της ελληνικής φορεσιάς ήταν ο ντουλαμάς. Φοριόταν πάνω από όλα τα υπόλοιπα ρούχα για προστασία, όταν οι θερμοκρασίες ήταν πολύ χαμηλές.

Σύμφωνα με τον ιστορικό Τάκη Λάππα, οι αγωνιστές του 1821 «τον ντουλαμά τον ρίχνανε επάνω τους σαν έπιανε κρύο κι ήταν φτιαγμένος από τσόχα που την κεντούσανε με μαύρο μετάξι».

Συνήθως, το μήκος του ντουλαμά έφτανε μέχρι την μέση των γοφών, αλλά πολλές φορές κάλυπτε και την φουστανέλα.

Από την άλλη, το πιρπιρί αποτελεί την γυναικεία εκδοχή του ντουλαμά. Ήταν αρκετά διαδεδομένο κυρίως στην περιοχή των Ιωαννίνων καθώς αποτελούσε βασικό κομμάτι της γιαννιώτικης γυναικείας φορεσιάς.

Φωτογραφία: archaiologia.gr

Φωτογραφία: archaiologia.gr

Μια ομάδα ανθρώπων με κοινή αισθητική, πολλές ανησυχίες, ποικιλία απόψεων και λάτρεις του lifestyle! • • ҉ • • Design your life! • • ҉ • • Enjoy every moment! • • ҉ • • Discover our world!